-
1 ῥίπτω
a cast, hurlἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους P. 1.45
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) I. 7.44 δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν ( ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (] ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) O. 9.36 ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) P. 4.232 -
2 ἔπος
1 in general, word (of song or speech)οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι O. 3.8
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.25
ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
“ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” P. 4.29ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες P. 4.57
“ οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” P. 4.105βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (v. τρεῖς) N. 7.48τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.104
ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε I. 8.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ] δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Παρθ. 2. 32. esp. gen. pl., words of song, song,ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν O. 9.47
Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν, γινώσκομεν P. 3.113
εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων P. 4.299
Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί N. 2.2
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus) N. 9.7 Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (i. e. of epic verse) I. 4.39ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
ἐμο[ὶ δ' ἐπ][ω]ν Pae. 2.103
]ωδ ἐπέων δυνατώτερον Pae. 4.5
]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
ἐμὲ δ ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 24.2 s. in various senses.a speech esp. of praise.εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16
Ἴσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.66
καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (i. e. answer) N. 10.80ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
b prayerεἰ χρεὼν τοῦθ κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.) I. 6.42c prophecyτὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9
d taleλεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
e saying Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) I. 6.67 σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.3 frag. ]δ' ἔπος[ Pae. 8.10
ῥερῖφθαι ἔπος fr. 318. -
3 ῥίπτω
ῥίπτ-ω, also [full] ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) [full] ῥιπτάζω (qq. v.): —[dialect] Ion. Iterat.Aῥίπτασκον Il.15.23
, Od.11.592,- εσκον Nic.Fr.26
: [tense] fut.ῥίψω Il.8.13
, etc.: [tense] aor.ἔρριψα 23.842
, etc. (, Mosch. 3.32,ἀπέριψα Pi.P.6.37
), [dialect] Ep.ῥῖψα Il.3.378
; also [ per.] 3sg. [tense] aor. 2ἔρρῐφε Opp.C.4.350
: [tense] pf.ἔρριφα Lys.10.9
:—[voice] Med., [tense] aor.ῥίψαντο Man.6.10
,ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146
:—[voice] Pass., [tense] fut. ῥιφθήσομαι ([etym.] ἀπορ-) S.Aj. 1019; , Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 [tense] fut.ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17
: [tense] aor. ([etym.] ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg. 944d; also ἐρρίφην [ῐ] E.Hec. 335, Fr. 489, Pl.Lg. 944a, Sosith.3, etc.; poet.ἐρίφην AP12.234
(Strat.): [tense] pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med. 1404 (anap.), Ar.Ec. 850, etc.; poet. redupl. , cf. PMag.Par.1.194, 2039 ([etym.] ἀπο-): [tense] plpf.ἔρριπτο Luc.Nec.17
. [[pron. full] ῑ by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., ([etym.] προς-) Rh.2.94 S.; the [dialect] Ep. [tense] aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: [pron. full] ῐ in [tense] fut. 2 and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—throw, cast, hurl,σόλον, σφαῖραν Il.23.842
, Od.6.115;χερσί Pi.P.3.57
;ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591
, etc.; , cf. A.Pr. 1051 (anap.);ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch. 913
; ;ποτὶ νέφεα Od.11.592
; χθονὶ ῥ. ἑαυτόν throw on the ground, S.Tr. 790, cf. E.IA39 (anap.);ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49
: abs., ἐρριμμένος prostrate,ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2
; ἔτι τῶν νεκρῶν.. ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28;κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29
, cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67; have been deposited,PCair.Zen.
467.5 (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας.. ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba. 1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥ. τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr. 780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT 1430, cf. A.Pr. 748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.);ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel. 1096
.II like ῥιπτάζω, ῥ. ἑωυτήν toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2;ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118
(Crin.): generally, throw about, , cf. Ba. 150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.IV throw off or away, of arms, E.El. 820; of clothes, Pl.R. 474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥ. ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.;βιβλίον PUniv.Giss.20.12
(ii A.D.).V ῥ. λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr. 314, E.Alc. 680;τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57
S.; also, throw them away, waste them, A.Ag. 1068, cf. E.Med. 1404 (anap., [voice] Pass.);λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec. 335
; so οἴχεται.. ταῦτ' ἐρριμμένα set at naught, S. Aj. 1271.VI ῥ. ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R. 617e;ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24
([Phld.]): hence ῥ. κίνδυνον make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.VII ῥ. ἑαυτόν throw or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself,ἐς πόντον Thgn.176
; ;τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897
(anap.);ῥ. ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel. 1325
(lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf.βάλλω A. 111
. -
4 ῥίπτω
Grammatical information: v.Meaning: `to throw, to hurl, to thrust, to bolt' (Pi., IA.).Other forms: also ῥιπτέω (IA. since ν 78), iterative pret. ῥίπτασκον (Hom., Hes. Sc., - εσκον Nic. Fr.), fut. ῥίψω, aor. ῥῖψαι (Il.), pass. ῥιφθῆναι, ῥῐφῆναι (Att.) with fut. ῥιφ-θήσομαι (S.), - ήσομαι (LXX), perf. midd. ἔρρῑμμαι (Orac. ap. Hdt., E., Ar.), ῥερῖφθαι (Pi.; Schwyzer 649), act. ἔρρῑφα (Lys.).Compounds: Often w. prefix, e.g. ἁπο-, ἀνα-, ἐν-, δια-. As 1. member e.g. in ῥίψ-ασπις, - ιδος `throwing the shield away, coward' (Ar., Pl.), - άσπιδος `id.' (Eup.); cf. Sommer Nominalkomp. 93.Derivatives: 1. ῥῑπή f. `throw, thrust, gust of wind, sway, press, heavy movement' (ep. Il.) with ῥιπίζω ( δια-, ἐκ- a.o.) `to cause a gust of wind, to kindle, to fan' (Hp., Ar., Arist.), `to hurl' (Hld.), from which ῥίπ-ισις, - ισμός, - ισμα `fanning' (late); from ῥιπή or as backformation ῥιπίς, - ίδος f. `fanner' (com., AP); on εὔ-ρῑπος s. v.; 2. ῥῖψις ( διά-, ἀπό- a.o.) f. `throwing, hurling' (Hp., Att., Arist.) with ( ἀπο-)ῥίψιμος `apt for throwing away' (late; Arbenz 92); also Ϝριψίδας (Mantinea; cf. Kretschmer Glotta 5,265); 3. ( δια-)ῥίμματα n. pl. `heavy movements, bolts' (Arion, X.); 4. ῥῐφή ( δια-, ἀπο-) f. `cast, throwing back and forth' (Pratin. Lyr., Lyc.; after ῥῐφῆναι); 5. ῥιπτός `cast, thrown' (S. Tr.), μητρό- ῥίπτω (Dosiad.); 6. ῥιπτικός `able for throwing' (Arist.-comm.); 7. frequent. ῥιπτάζω, - άσαι `to thrust back and forth' (ep. Ξ 257) with - ασμός (Hp., Plu.), - αστικός (M. Ant.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The regular character of the formal system, which is built on an element Ϝρῑπ- (wit secondary shortening Ϝρῐπ-), shows that it is a (relatively) late creation. No convincing agreement outside Greek. The formally agreeing MLG wrīven `rub, wipe, scour, draw', MHG rīben `turn rubbing ' could be connected if we assume a basic meaning `turn' ("rub, throw with a turning movement"; cf. with the last Lat. torqueō); WP. 1, 280, Pok. 1159. A further analysis in u̯r-ī-p- "opens wide perspectives"; NHG werfen (prop. *'turn')not to ῥέπω, ῥέμβομαι, ῥάβδος)} s. vv.) etc. S. also ῥίψ. -- An IE *u̯r-iH-p- seems not a very probable structure; is the word Pre-Greek?Page in Frisk: 2,658-659Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥίπτω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий