-
41 ὠδίν
ὠδίν, ῖνος, ἡ (as a nom. in Suda) 1 Th 5:3 (Is 37:3) for the usual form ὠδίς, ῖνος (s. next entry; Hom.+; SEG VIII, 802; Sb 4312, 4f; Coll. Alex. p. 198 no. 36, 11 [Isis], =IAndrosIsis p. 145; LXX; PsSol 3:9; TestJob 18:4; Philo; Jos., Ant. 2, 218.—B-D-F §46, 4; Mlt-H. 135) experience of pains associated with childbirthⓐ lit., birth-pain(s) 1 Th 5:3 (sing. as Pind., O. 6, 43 [73]; Plut., Thes. 9 [20, 5]; PsSol 3:9; TestJob 18:4).ⓑ in imagery, great pain (as in giving birth) (Aeschyl. et al.; Himerius, Or. 10, 3; 18, 3; Ex 15:14; Heraclit. Sto. 39 p. 58, 9 ἐπειδὰν ἡ μεμυκυῖα γῆ τὰς κυοφορουμένας ἔνδον ὠδῖνας ἐκφήνῃ=‘when [after the winter’s cold] the groaning earth gives birth in pain to what has been formed within her’; Philo)α. ὠδῖνες τοῦ θανάτου Ac 2:24 (on the sources of the text s. MWilcox, The Semitisms of Ac, ’65, 46–48; s. also s.v. θάνατος 1bβ and λύω 4; RBratcher, BT 10, ’59, 18–20: ‘cords of death’). ὠδῖνες τοῦ ᾅδου Pol 1:2 (ᾅδης 1).β. of the ‘Messianic woes’, the terrors and torments traditionally viewed as prelude to the coming of the Messianic Age (Billerb. I 950) are associated with the appearance of the Human One (Son of Man) at the end of history, as the beginning of the (endtime) woes ἀρχὴ ὠδίνων Mt 24:8; Mk 13:8; FBusch, Z. Verständnis der Syn. Eschatol., Mk 13 neu unters. ’38.—DELG s.v. ὠδίς. M-M. TW. -
42 πυρι-γλώχῑν
πυρι-γλώχῑν, ῑνος, mit feuriger Spitze; bei Opp. Cyn. 2, 166 richtiger περιγλώχιν; κεραυνός, ὀϊστός, Nonn.
-
43 πηρίν
-
44 στρεβλόῤ-ῥῑν
στρεβλόῤ-ῥῑν, ῑνος, krummnasig, Tzetz. P. H.. 663.
-
45 σταμίν
σταμίν od. richtiger σταμίς, ίνος, ἡ, alles in die Höhe Stehende; bes. die Rippen od. Seitenbalken am Schiffe, die vom Kiel aus in die Höhe stchen, ἴκρια ἀραρὼν ϑαμέσι σταμίνεσσι, Bretter an die dicht neben einander stehenden Rippen fügend, Od. 5, 252; vgl. Poll. 1, 92; Moschio Ath. V, 206 f, wo σταμῖνας steht. – [Nach Drac. p. 83, 1 soll ι in den mehr als zweisylbigen Casus lang sein, wogegen die Stelle des Hom. spricht.]
-
46 τρι-γλώχῑν
τρι-γλώχῑν, ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5, 393. 11, 507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp. D.; Luc. Pseudol. 29.
-
47 τετρα-γλώχῑν
τετρα-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit vier Spitzen, riereckig, Ἑρμῆς, Leon. Tar. 35 (VI, 334).
-
48 τελχίν
τελχίν, ῖνος, ὁ, auch ϑελγίν geschrieben, ein tückischer, boshafter, neidischer Mensch, eine Art Zauberer od. Hexenmeister (s. nom. pr.); Philp. 43 (XI, 32) nennt die Grammatiker τελχῖνες βίβλων. Wahrscheinlich mit ϑέλγω zusammenhangend.
-
49 τελμίς
-
50 τανυ-γλώχῑν
τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.
-
51 χρῡσ-άκτῑν
χρῡσ-άκτῑν, ῑνος, mit goldenen Strahlen; ἥλιος poet. bei Arcad. 10; E. M. 333, 27.
-
52 χαλκο-γλώχῑν
χαλκο-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit eherner od. kupferner Spitze, μελίη Il. 22, 225.
-
53 κατάῤ-ῥῑς
κατάῤ-ῥῑς, od. κατάῤ-ῥῑν, ῑνος, mit abwärts gebogener Nase, Tzetz. PH. 658. 673.
-
54 καμπυλόῤ-ῥῑν
καμπυλόῤ-ῥῑν, ῑνος, krummnasig, VLL., Erkl. von γρυπός.
-
55 γλωχίν
γλωχίν und γλωχίς, ῖνος, ἡ, die Spi tze; entstanden aus ΓΛΩΧΊΝΣ, verwandt γλῶχες, γλῶσσα; Hom. einmal, Iliad. 24, 274 ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν, vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens (vgl. γλῶσσα z. E.); Pfeilspitze, Soph. Tr. 678; σιδήρου Damoch. 2 (VI, 63); τριαίνης Nonn. D. 36, 111; κεραίης 1, 193; öfter bei sp. D.; bei den Pythagoräern nach Hero def. geom. der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde Dion. Per. 184.
-
56 εὐ-γλώχῑν
-
57 εὐθύῤ-ῥῑν
-
58 εὐ-άκτῑν
-
59 εὐ-ώδῑν
-
60 εὔ-ρῑς
εὔ-ρῑς, ῑνος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.
См. также в других словарях:
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη … Dictionary of Greek
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)