-
121 Σαλαμίνα
Σαλαμίς (-ίνος) η о-в Саламин (Саронический залив) -
122 ίνου
ἴνοςmasc gen sgἴ̱νου, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd sgἰνόωmake strong and nervous: pres imperat act 2nd sgἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
123 ἴνου
ἴνοςmasc gen sgἴ̱νου, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd sgἰνόωmake strong and nervous: pres imperat act 2nd sgἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
124 ίνους
ἴνοςmasc acc plἴ̱νους, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sgἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
125 ἴνους
ἴνοςmasc acc plἴ̱νους, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sgἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
126 ίνων
ἴνοςmasc gen plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sgἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
127 ἴνων
ἴνοςmasc gen plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sgἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
128 ίνως
ἴνοςmasc acc pl (doric)ἴ̱νως, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη … Dictionary of Greek
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)