-
1 ώδάν
-
2 ᾠδάν
-
3 καλλίνικος
A gloriously triumphant,τήνελλα ὦ καλλίνικε Χαῖρ' ἄναξ Ἡράκλεες Archil.119
, cf. IG12(5).234 ([place name] Paros); κῦδος κ. the glory of noble victory, Pi.I.1.12; Χάρμα κ. ib.5(4).54;καλλίνικος ἅρμασι Id.P.1.32
: c. gen., τῶν ἐχθρῶν triumphant over one's enemies, E.Med. 765;ἐραστῶν Pl.Alc.2.151c
; epith. of Helios, IG 12(2).127(Mytil.); of kings, as Seleucus II, Plb.2.71.4, Str.16.2.4, etc.; of martyrs, Cod.Just.1.3.35.3 ([place name] Zeno).II adorning or ennobling victory, μέλος, ὕμνος, Pi.P.5.106, N.4.16codd.; ῳ'δά, μοῦσα, E. El. 865(lyr.), Ph. 1728(lyr.); στέφανος, στέφη, Id.IT12, Alex. in Gëtt. Nachr.1922.10;κ. ἡλαίη Call.Iamb.1.283
; τὸ κ. the glory of victory, Pi.N.3.18; so καλλίνικος (sc. ὕμνος) Id.O.9.2;καλλίνικον οἴσεται E. Med.45
; ; also τὰν Ἡρακλέους κ. (sc. ᾠδὰν) ἀείδω ib. 681 (lyr.).III τὸ κ. an air for the flute, Trypho ap.Ath.14.618c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίνικος
-
4 κρέκω
2 strike a stringed instrument with the plectron,μάγαδιν Diog.Ath.1.10
;βάρβιτα D.H.7.72
: generally, play on any instrument, (lyr.): less freq.c.dat.,κρέκειν δόνακι APl.4.231
([place name] Anyte): c. acc. cogn.,πηκτίδων ψαλμοῖς κ. ὕμνον Telest.5
;λωτὸς ᾠδὰν κρέκει Pae.Delph.12
;ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον AP9.584
.3 of any sharp noise,βοὴν πτεροῖς κ. Ar.Av. 772
(lyr.), cf. AP7.192 (Mnasalc.); κίσσα κρέξασα ἁρμονίαν ib. 191 (Arch.), cf. Hp. ap. Gal.19.114. (Cf. Onorse hraell (*hrahilaz) 'weaver's sley', Oe. hraegel 'dress', 'garment', perh. Lett. krekls 'shirt'.) -
5 συνᾴδω
A = συναείδω (q. v.), sing with or together, accompany in a song,μετά τινων τὸν παιᾶνα Aeschin.2.163
; σ. παιᾶνά τινι ib.162;σ. ᾠδάν Ar.Av. 858
(lyr.); also of an instrument, Plu.Alc.2: metaph., Id.2.55d.2 generally, to be in accord with, agree with, τινι Ar. Lys. 1088, Pl.Phd. 92c, etc.; ;ἐν μακρῷ γήρᾳ ξ. τινί S.OT 1113
: abs., to be in unison, opp. διᾴδειν, Heraclit.10, cf. Pl. Prt. 333a.II trans., sing of or celebrate together, τινα Theoc. 10.24. -
6 ἐξάρχω
A begin, take the lead in, initiate, c. gen.,Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51
;μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19
, Il.18.606;ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc. 205
; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25;πτολέμω Corinn.26
;ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15
;παιᾶνος Plu.Lyc.22
;δόγματος Id.Galb.8
, etc.:—[voice] Med.,κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339
.2 c. acc.,βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273
;χορούς h.Hom.27.18
;ἐ. παιήονα Archil.76
;ᾠδάν Theoc.8.62
;παιᾶνα X.Cyr.3.3.58
(so in [voice] Med., 4.1.6):—[voice] Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA 435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ;μολπὰν.. οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr. 152
(lyr.).3 teach, ;ἐ. ὅρκον
dictate..,E.
IT 743: also, = διδάσκω 111,οἱ -οντες τὸν διθύραμβον Arist.Po. 1449a11
.5 c. part.,ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362
. -
7 ἐπαείδω
A , etc.;- ᾴσω Ach.Tat.2.7
:— sing to or in accompaniment,μάγος ἀνὴρ.. ἐ. θεογονίην Hdt.1.132
; (lyr.):—[voice] Pass., Arr.An.2.16.3.2 sing as an incantation,ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ X.Mem.2.6.11
; , cf. 77e;ἐ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον Id.R. 608a
; ἐ. τινί sing to one so as to charm or soothe him, Id.Phdr. 267d, Lg. 812c, al.:—[voice] Pass., Porph.Chr.35: abs., use charms or incantations, Pl.Tht. 157c; by means of charms,A.
Ag. 1021 (lyr.), cf. Pl.Lg. 773d, Tht. 149d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαείδω
-
8 ἐρέθω
Aἤρεθον Mosch.3.84
, Theoc. (v. infr.), [dialect] Ep.ἐρέθεσκον A.R. 3.618
, 1103 :—poet. form of ἐρεθίζω, in Il. stir to anger, provoke,μή μ' ἔρεθε, σχετλίη 3.414
; ; in Od. of all sources of disquiet,ὀδυνάων.., αἵ μ' ἐρέθουσι 4.813
;μελεδῶναι 19.517
: c. inf., h.Hom.8.14 : c. acc. rei, ἤρεθον ᾠδάν they raised a song, Theoc.21.21 codd. ; ἐ. ἐρωμανίην increase it, AP5.255 (Paul. Sil.).
См. также в других словарях:
ᾠδάν — ᾠδά̱ν , ἀοιδή song fem acc sg (attic doric aeolic) ᾠδά̱ν , ᾠδή song fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek
επαείδω — ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) [αείδω] 1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.) 2. τραγουδώ ως επωδή* 3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές 4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων με επωδές, με ξόρκια … Dictionary of Greek
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek