-
1 έξαρχ'
ἔξαρχε, ἔξαρχοςleader: masc /fem voc sgἔξαρχε, ἐξάρχωbegin: pres imperat act 2nd sgἔξαρχε, ἐξάρχωbegin: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἔξαρχ'
ἔξαρχε, ἔξαρχοςleader: masc /fem voc sgἔξαρχε, ἐξάρχωbegin: pres imperat act 2nd sgἔξαρχε, ἐξάρχωbegin: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἐξαρχίδιος
ἐξαρχ-ίδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρχίδιος
-
4 ἐξάρχω
A begin, take the lead in, initiate, c. gen.,Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51
;μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19
, Il.18.606;ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc. 205
; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25;πτολέμω Corinn.26
;ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15
;παιᾶνος Plu.Lyc.22
;δόγματος Id.Galb.8
, etc.:—[voice] Med.,κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339
.2 c. acc.,βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273
;χορούς h.Hom.27.18
;ἐ. παιήονα Archil.76
;ᾠδάν Theoc.8.62
;παιᾶνα X.Cyr.3.3.58
(so in [voice] Med., 4.1.6):—[voice] Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA 435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ;μολπὰν.. οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr. 152
(lyr.).3 teach, ;ἐ. ὅρκον
dictate..,E.
IT 743: also, = διδάσκω 111,οἱ -οντες τὸν διθύραμβον Arist.Po. 1449a11
.5 c. part.,ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362
. -
5 ἐξάρχων
A ruler, president, τῶν Ἑβραίων Müller-Bees Inschriften der jüdischen Katakombe am Monteverde No.14 (ii/iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάρχων
-
6 ἔξαρχος
2 leader of a chorus, D.18.260: generally, leader, chief, τῶν ἱερέων (= pontifex maximus) Plu.Num.10; τῆς ἀποστάσεως, τῆς στάσεως, Polyaen.4.6.6 (pl.), 2.1.14 (pl.): military commander, Ael.Tact.9.2, Arr.Tact.10.1: ἔ. Παλμυρηνῶν, title of Odaenathus, OGI643;Συβαριτῶν Iamb.VP 17.74
: metaph.,δικαιοσύνην τὴν ἔ. καὶ ἡγεμονίδα τῶν ἀρετῶν Ph.1.347
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξαρχος
См. также в других словарях:
ἔξαρχ' — ἔξαρχε , ἔξαρχος leader masc/fem voc sg ἔξαρχε , ἐξάρχω begin pres imperat act 2nd sg ἔξαρχε , ἐξάρχω begin imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάρχω — (AM ἐξάρχω [άρχω] κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.) μσν. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων 1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας 2. τελετάρχης αρχ. 1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ ὧδ ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.) 2. απαγγέλλω, εκφωνώ… … Dictionary of Greek