-
1 ακολαστημα
- ατος τό распутство, бесчинство Plut. -
2 ἀκολάστημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκολάστημα
-
3 ακολαστασμα
- ατος τό Arph. = ἀκολάστημα См. ακολαστημα -
4 ακολαστημάτων
-
5 ἀκολαστημάτων
-
6 ακολαστήματα
-
7 ἀκολαστήματα
-
8 ἀκολάστασμα
ἀκολᾰσ-τασμα, τό,A = ἀκολάστημα, restored by Dobree in Ar.Lys. 398 ( ἀκόλαστ' ᾅσματα codd.); ἀκολαστάσματα is prob.l. for - άματα in Anaxandr.73, Alciphr. 1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκολάστασμα
См. также в других словарях:
ακολάστημα — ἀκολάστημα, το (Α) [ἀκολασταίνω] πράξη ακολασίας … Dictionary of Greek
ἀκολαστημάτων — ἀκολάστημα act of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολαστήματα — ἀκολάστημα act of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] … Dictionary of Greek
ԱՆՏԱՆՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: 6c գ. ἁκολασία, ἁκολάστημα intemperantia, incontinentia Հելլենաբանութեամբ՝ Չտանջելն զանձն. անարգելութիւն. անառակութիւն. անխառնութիւն. *Փոխեսցին միտք մեր յանխառնութենէ եւ յանտանջութենէ ʼի համբերութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)