-
61 ἐρεύγομαι 2
ἐρεύγομαι 2.Grammatical information: v.Meaning: in Hom. only of the sea ἐρευγομένης ἁλὸς (Ρ 265), κῦμα... δεινὸν ἐρευγόμενον (ε 403), ( κύματα) ἐρεύγεται ἤπειρόνδε (ε 438); the last two places to be translates with `roar' (cf. Ξ 394 κῦμα... βοάᾳ ποτὶ χέρσον), but here as in Ρ 265 a stranslation `belch out' (= 1.) is also possible. `roaring' seems certain in the aorist ἤρυγεν Υ 403f. ἤρυγεν ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν, 406 τόν γ' ἐρυγόντα λίπε... θυμός, thus also Theoc. 13, 58. Also the present and future in the LXX are used in the meaning `roar' ( σκύμνος ἐρευγόμενος, λέων ἐρεύξεται).Derivatives: ἐρύγμηλος Σ 580 (from ἐρυγμή [H.] or *ἐρυγμεῖν; cf. Risch 41; Frisk Eranos 41, 52) is also used as adjunct of ταῦρος; diff. EM 379, 27 ἐρυγμήλη (H. ἐρυγηλή) ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς. H. mentions also ἐρυγμαίνουσα ἡ βοῦς (= `ruminator'?, cf. to 1.). καὶ ὁ ταῦρος ἐρυγμαίνων, ἀπὸ τῆς ἐρυγμῆς, and ἐρυγήτωρ βοητής.Etymology: Clearly both groups are not always kept separate. Cf. e.g. ἡμέρα τῃ̃ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα (LXX Ps. 18 [19], 2), ἐρεύξομαι κεκρυμμένα (Ev. Matt. 13, 35), where `belch out' are used as vulgar-expressive expressions for `to cry' etc. Clearly refer to `roar' etc. the ablauting ὀρυμαγδός (s. v.) and ὠρῡγή, ὠρυγμός, s. ὠρύομαι. Other languages have comparable words with this meaning, so Lat. rūgiō, rūgīre `roar'; in auslaut (IE k) different OCS rykati `roar', OE rȳn `id.' (PGm. * rūhjan), OHG rohōn (PGm. *rŭhōn; would be Lat. *rŭcāre; cf. runcāre `snore' s. ῥέγκω) s. Pok. 867f., W.-Hofmann s. rūgiō. - At last both 1. and 2. ἐρεύγομαι etc.refer to soundgiving.Page in Frisk: 1,554-555Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρεύγομαι 2
-
62 ὀ- 2
ὀ- 2.Meaning: `near to, by, to, with' fixed prefix assumed in ὀ-κέλλω `to drive on shore', prob. also in ὀτρύνω, ὄζος, ὄσχος, ὄψον; further see under the separate words; cf. also ὄαρ. It is very rare, and doubtful.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Without direct agreement outside Greek. A similar function has Indo-Iran. (preverb and prep.) ā- `at it, towards, from... away' (e.g. Skt. ā-gam- `arrive, come towards'); further, more or less uncertain cases from other languages in WP. 1, 95f., Pok. 280f. Forms with long vowel have been supposed with doubtful right in ὠρύομαι, ἠβαιός, ἠρέμα, s. vv. (note that two of these words would have ἠ-) and Schwyzer 434, Schw.-Debrunner 491. Not here ἐθέλω (s.v.; through aphaeresis θέλω); ὠκεανός is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,342Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀ- 2
-
63 ὀρυμαγδός
Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive word with the same ending as, with close meaning, κέλαδος, χρόμαδος, ῥοῖβδος a.o. (Chantraine Form. 359f., Schwyzer 508). To ὠρύομαι (s.v. w. lit.), ὠρυγμός?; cf also ἐρυγεῖν, ἐρύγμηλος (Kretschmer KZ 38, 135), but in detail unclear.Page in Frisk: 2,429-430Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρυμαγδός
-
64 ἐμβριμῶς
См. также в других словарях:
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] … Dictionary of Greek
рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] … Dictionary of Greek
ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] … Dictionary of Greek
κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)