-
1 ωρύομαι
-
2 ὠρύομαι
-
3 ὠρύομαι
1 shout ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) O. 9.109 -
4 ὠρύομαι
A : [tense] aor.ὠρῡσάμην Pi.O.9.109
:—[dialect] Ion. and poet. Verb, very rarely used in [dialect] Att. (v. infr.), howl, prop. of wolves and dogs, Call.Fr. 423, Theoc.2.35, Coluth. 116, D.S.1.87; of lions, roar, A.R.4.1339; of animals generally, Plu.2.973a, LXX Wi.17.19; ὄρθιον ὤρυσαι Pi.l.c., cf. LXX Ps.37(38).9; of primitive folk, either in mourning, Hdt.3.117, or in joy, Id.4.75;ὥσπερ ἀπόπληκτοι.. ὠρύονται Pl.Com.130
; of the sea, D.P.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠρύομαι
-
5 ὠρύομαι
ὠρύομαι mid. dep. fut. 3 sg. ὠρύσεται Hos 11:10 (Pind., Hdt. et al.; LXX) to roar of lions (Apollon. Rhod. 4, 1339; Dio Chrys., Or. 77 + 78 §35; Judg 14:5; Ps 21:14; Jer 2:15; Philo, Somn. 1, 108.—What drives them to it is hunger: Hesych., ὠρυομένων of wolves and lions) 1 Pt 5:8. καὶ γὰρ ὠρύετο πικρῶς καὶ ἐμβρ[ιμῶς] for (the lion) roared fiercely and furiously AcPl Ha 2, 7.—DELG. M-M. -
6 ὠρύομαι
+ V 0-2-5-3-2=12 Jgs 14,5; Jer 2,15; Ez 22,25; Hos 11,10to roar (of lions) JgsB 14,5; id. (of wild anim.) Wis 17,18; to howl, to roar (of pers.) Ps 37(38),9 Cf. SHIPP 1979, 586(→ἐπὠρύομαι,,) -
7 ωρύομαι
roarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ωρύομαι
-
8 κατωρυομένων
κατωρῡομένων, κατά-ὠρύομαιhowl: pres part mp fem gen plκατωρῡομένων, κατά-ὠρύομαιhowl: pres part mp masc /neut gen pl -
9 κατωρύοντο
κατωρύ̱οντο, κατά-ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd plκατωρύ̱οντο, κατά-ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
10 ωρυομένων
ὠρῡομένων, ὠρύομαιhowl: pres part mp fem gen plὠρῡομένων, ὠρύομαιhowl: pres part mp masc /neut gen pl -
11 ὠρυομένων
ὠρῡομένων, ὠρύομαιhowl: pres part mp fem gen plὠρῡομένων, ὠρύομαιhowl: pres part mp masc /neut gen pl -
12 ωρυόμενον
ὠρῡόμενον, ὠρύομαιhowl: pres part mp masc acc sgὠρῡόμενον, ὠρύομαιhowl: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
13 ὠρυόμενον
ὠρῡόμενον, ὠρύομαιhowl: pres part mp masc acc sgὠρῡόμενον, ὠρύομαιhowl: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
14 ωρυόμην
ὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sgὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
15 ὠρυόμην
ὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sgὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
16 ωρύετο
ὠρύ̱ετο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd sgὠρύ̱ετο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
17 ὠρύετο
ὠρύ̱ετο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd sgὠρύ̱ετο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
18 ωρύοντο
ὠρύ̱οντο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd plὠρύ̱οντο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
19 ὠρύοντο
ὠρύ̱οντο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd plὠρύ̱οντο, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
20 ωρύσαντο
ὠρύ̱σαντο, ὠρύομαιhowl: aor ind mid 3rd plὠρύ̱σαντο, ὠρύομαιhowl: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] … Dictionary of Greek
рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] … Dictionary of Greek
ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] … Dictionary of Greek
κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)