-
41 ὠρυόμενοι
-
42 ωρυόμενος
-
43 ὠρυόμενος
-
44 ωρύεσθαι
-
45 ὠρύεσθαι
-
46 ωρύεται
-
47 ὠρύεται
-
48 ωρύηται
-
49 ὠρύηται
-
50 ωρύονται
-
51 ὠρύονται
-
52 ωρύσασθαι
-
53 ὠρύσασθαι
-
54 ωρύωνται
-
55 ὠρύωνται
-
56 ώρυσαι
-
57 ὤρυσαι
-
58 κατωρύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωρύομαι
-
59 ἐρεύγομαι
Aἐρεύξομαι Hp.Mul.1.41
: [tense] aor.1ἠρευξάμην Procop.Goth.2.4
: [tense] aor. 2 , Nic. Al. 111:—belch out, disgorge, c. acc.,ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος Il.16.162
; : abs., belch,ἐρεύγετο οἰνοβαρείων Od.9.374
, cf. Hp. Morb.2.69, Arist.Pr. 895b12.2 metaph., of volcanoes,ἐρεύγονται πυρὸς παγαί Pi.P.1.21
, cf. Procop.Goth.4.35 ; of a river, discharge itself,ἐς τὴν θάλασσαν App.Mith. 103
, cf. Alc.Supp.11.3: c. acc. cogn., ἐρεύγονται σκότον..νυκτὸς ποταμοί, of the rivers of hell, Pi.Fr. 130.8 ;κόλπος ἀφρὸν ἐρευγόμενος D.P.539
, cf. LXXLe.11.10 ; ἵππος ἐρεύγεται ἄνδρα, as the description of a Centaur, APl.4.115.3 blurt out (cf. ἐξερυγγάνω), belch forth, utter,ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα LXXPs.18(19).2
;ἐρεύξομαι κεκρυμμένα Ev.Matt.13.35
. (Cf. Lat. ērūgère, Lith. riáugèti 'belch'.)------------------------------------A bellow, roar,ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν Il.20.403
; τόν γ' ἐρυγόντα λίπε..θυμός ib. 406 ; ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός roared to the full depth of his throat or voice, Theoc.13.58 ; of the sea, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω the headlands echo to the roar of the sea, Il.17.265 ;κῦμα..δεινὸν ἐρευγόμενον Od.5.403
; ἐρεύγεται ἤπειρόνδε ib. 438 (cf.βοάω 1.2
):—so in later Gr.,λέων ἐρεύξεται LXXHo.11.10
,Am.3.8 ; σκύμνος ἐρευγόμενος ib.1 Ma.3.4 ; with v.l. ὠρύομαι, ib.Ez.22.25 ; cf. προσερεύγομαι. (Cf. Lat. rūgio 'roar'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεύγομαι
-
60 ὀρύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρύομαι
См. также в других словарях:
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] … Dictionary of Greek
рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] … Dictionary of Greek
ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] … Dictionary of Greek
κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)