-
121 ὠκυ-τόκος
ὠκυ-τόκος, geschwind, leicht gebärend, eine schnelle, leichte Geburt bewirkend; Soph. O. C. 695 von dem das Land fruchtbar machenden Flusse; τὸ ὠκυτόκον, die schnelle, leichte Geburt, Her. 4, 35. – Aber ὠκύτοκος ist = schnell, leicht geboren.
-
122 ὠμο-τόκος
-
123 ὠο-τόκος
ὠο-τόκος, Eier legend; Ar. gen. an. 1, 11, oft; ἀγέλη M. Arg. 8 (IX, 286); Opp. Hal. 1, 750.
-
124 ἡδυ-τόκος
ἡδυ-τόκος, Süßes hervorbringend, συκῆ, μέλισσα, Nonn. D. 3, 150. 41, 218.
-
125 νεο τόκος
-
126 τόκε
τόκοςchildbirth: masc voc sg -
127 τόκοι
τόκοςchildbirth: masc nom /voc pl -
128 τόκοιο
τόκοςchildbirth: masc gen sg (epic)
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)