Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠο-τόκος

См. также в других словарях:

  • τόκος — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ПРОЦЕНТЫ —    • Τόκος          (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… …   Реальный словарь классических древностей

  • τόκε — τόκος childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκον — τόκος childbirth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»