-
41 σκωληκο-τόκος
σκωληκο-τόκος, Würmer erzeugend, hervorbringend; Arist. H. A. 1, 5; Theophr.
-
42 σιδηρο-τόκος
σιδηρο-τόκος, Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).
-
43 ταχυ-τόκος
ταχυ-τόκος, schnell od. leicht gebärend, Arist. probl. 10, 9.
-
44 τερατο-τόκος
τερατο-τόκος, eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.
-
45 τελειο-τόκος
τελειο-τόκος, ein vollendetes, vollkommenes, zeitiges od. reifes Kind gebärend (?).
-
46 φυλλο-τόκος
φυλλο-τόκος, Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
-
47 χριστο-τόκος
χριστο-τόκος, Christus gebährend, K. S.
-
48 χρῡσο-τόκος
χρῡσο-τόκος, Gold erzeugend, goldene Eier legend, Aesop. fab.
-
49 χλοη-τόκος
χλοη-τόκος, junge Keime, grünes Gras, Laub erzeugend, hervorbringend, Luc. Tragodopod. 45.
-
50 βραδυ-τόκος
βραδυ-τόκος, langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
-
51 γραμμο-τόκος
γραμμο-τόκος, s. γραμματόκος.
-
52 κυπελλο-τόκος
κυπελλο-τόκος, τράπεζα, Becher (hervorbringend) tragend, Nonn. D. 47, 62.
-
53 κυδοιμο-τόκος
κυδοιμο-τόκος, Lärm, Getöse erregend, Greg. Naz.
-
54 καρπο-τόκος
-
55 καλλι-τόκος
καλλι-τόκος, = καλλίτεκνος, Christod. Ecphr. 132.
-
56 κουρο-τόκος
κουρο-τόκος, Knaben, Kinder gebärend, Eur. Suppl. 981.
-
57 κλεψι-τόκος
κλεψι-τόκος, heimlich gebärend, od. das Geborene entwendend, Rhea, Opp. Cyn. 3, 11.
-
58 κοινό-τοκος
κοινό-τοκος, von gemeinschaftlicher Geburt, gemeinschaftlichen Eltern, ἐλπίδων κοινοτόκων ἀρωγαί Soph. El. 847, der Hoffnung, die auf den Brüdern beruht.
-
59 εὔ-τοκος
εὔ-τοκος, leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.
-
60 ζῳο-τόκος
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)