-
81 θηλυ-τόκος
θηλυ-τόκος, weibliche Kinder od. Junge gebärend; Arist. gen. an. 1, 18; Theocr. 25, 125; Sp.
-
82 οἰνο-τόκος
οἰνο-τόκος, Wein erzeugend, βότρυς, Nonn. D. 12, 24 u. öfter.
-
83 λῡσί-τοκος
λῡσί-τοκος, die Geburt lösend, davon befreiend ϑέαινα, Nonn. D. 41, 166; ϑάλαμοι, von den Hühnereiern, Opp. Cyn. 3, 128, v. l. λυσίκομος.
-
84 αὐτό-τοκος
αὐτό-τοκος, 1) sammt der Leibesfrucht, Aesch. Ag. 135. – 2) αὐτοτόκος, selbstgebärend, Nonn. 8, 81.
-
85 αἰωνο-τόκος
αἰωνο-τόκος, die Ewigkeit erzeugend, Synes.
-
86 αἰνο-τόκος
αἰνο-τόκος, zum Unglück gebärend, Opp. H. 5, 525 μήτηρ, u. a. sp. D.
-
87 αἰθρό-τοκος
αἰθρό-τοκος, im Aether erzeugt, Han. 4, 339.
-
88 μῡθο-τόκος
μῡθο-τόκος, Sagen, Fabeln erzeugend, Nonn.
-
89 ἀπό-τοκος
-
90 ἀπ-αρτι-τόκος
ἀπ-αρτι-τόκος, so eben geboren habend, Inscr.
-
91 ἀ-πειρό-τοκος
ἀ-πειρό-τοκος, im Gebären unerfahren, παρϑενία Antip. Sid. 12 (VI, 10).
-
92 ἀσθμο-τόκος
ἀσθμο-τόκος, kurzathmig machend, Man. 4, 274, wo jetzt ἀσϑματικός gelesen wird.
-
93 ἀφρό-τοκος
ἀφρό-τοκος, schaumgeboren, Nonn.
-
94 ἀωρό-τοκος
ἀωρό-τοκος, zu früh geboren?
-
95 ὀξυ-τόκος
ὀξυ-τόκος, schnell gebärend (?).
-
96 ἀγχί-τοκος
ἀγχί-τοκος, der Geburt nahe, ὠδῖνες Pind. frg. 58; Σατύρα Dionys. 8 (VII, 462).
-
97 ἀεξί-τοκος
ἀεξί-τοκος, die Leibesfrucht nährend, Nonn.
-
98 ὀμβρο-τόκος
ὀμβρο-τόκος, Regen erzeugend, Orph. H. 20, 2. 81, 5.
-
99 ὀνειρο-τόκος
ὀνειρο-τόκος, Träume hervorbringend, λέκτρα, Nonn. D. 10, 264.
-
100 ἀμαλλο-τόκος
ἀμαλλο-τόκος, ἄρουρα, Garben erzeugend, Nonn. D. 7, 84.
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)