-
61 μαψι-τόκος
μαψι-τόκος, umsonst gebärend, λαγόνες, Ep. (XIV, 125).
-
62 δύς-τοκος
-
63 μεριμνο-τόκος
μεριμνο-τόκος, Sorgen erzeugend, βίος, Agath. 69 (XI, 382).
-
64 νεβρο-τόκος
νεβρο-τόκος, Hirschkälber gebärend, Nic. Th. 142.
-
65 μελισσό-τοκος
μελισσό-τοκος, von Bienen erzeugt, ὔμνοι, d. i. süße Gesänge, Ep. ad. 524 (VII, 12).
-
66 δευτερο-τόκος
δευτερο-τόκος, zum zweiten Male gebärend, Arist. H. A. 5, 14; δευτερότοκος, zum zweiten Male geboren, Sp.
-
67 διδυμο-τόκος
διδυμο-τόκος, Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
-
68 διδυμᾱ-τόκος
-
69 μνησί-τοκος
μνησί-τοκος, des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar, Hippocr.
-
70 δοιο-τόκος
δοιο-τόκος, die Zwillinge geboren hat, Conj. für δυοτόκος, s. δισσοτόκος.
-
71 δίς-τοκος
-
72 δί-τοκος
-
73 νοερη-τόκος
νοερη-τόκος, Gott, den Logos, die Vernunft erzeugend, Synes.
-
74 μογοσ-τόκος
-
75 μονο-τόκος
μονο-τόκος, ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.
-
76 θυελλο-τόκος
θυελλο-τόκος, Sturmwind erzeugend, ϑάλασσα Nonn. D. 28, 277.
-
77 θεσμο-τόκος
θεσμο-τόκος, Gesetze erzeugend, Gesetzgeber, Nonn.
-
78 θεη-τόκος
-
79 θεο-τόκος
-
80 θαλασσό-τοκος
θαλασσό-τοκος, meergeboren, Nonn. D. 39, 341.
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)