-
21 νεό-τοκος
-
22 δισσο-τόκος
δισσο-τόκος, zweimal gebärend; νηδύς Apollnds. 4 (VII, 742); μήτηρ Nonn. D. 5, 199. – Aber δισσό-τοκος, zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1, 4.
-
23 ἀρτί-τοκος
ἀρτί-τοκος, neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτι-τόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).
-
24 ἀριστο-τόκος
ἀριστο-τόκος, dasselbe, γαστήρ Opp. Cyn. 3, 62; Gregor. ep. (VII, 135); aber – ἀριστό-τοκος, von trefflichen Eltern geboren, γέννα Eur. Rhes. 909.
-
25 πρωτο-τόκος
πρωτο-τόκος, zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).
-
26 προ-φητο-τόκος
προ-φητο-τόκος, Propheten gebärend, Philo.
-
27 πρᾱϋ-τόκος
πρᾱϋ-τόκος, leicht gebärend, Sp.
-
28 πυρσο-τόκος
πυρσο-τόκος, Feuer erzeugend; λίϑος, Feuerstein, Theaet. Schol. 1 (VI, 27); Ἄρης, Maneth. 4, 467.
-
29 πυρι-τόκος
πυρι-τόκος, Feuer erzeugend, zw., s. Jacobs A. P. p. 143.
-
30 πυρη-τόκος
πυρη-τόκος, Feuer erzeugend, λίϑος, Philp. 5 (VI, 90), für πυριτόκος.
-
31 παντο-τόκος
παντο-τόκος, allerzeugend, Sp.
-
32 παιδο-τόκος
παιδο-τόκος, Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.
-
33 παλαιο-τόκος
παλαιο-τόκος, die schon längst, vor langer Zeit geboren hat, Aret., Ggstz νεοτόκος.
-
34 παλίν-τοκος
παλίν-τοκος, den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
-
35 πλειστο-τόκος
πλειστο-τόκος, am meisten, sehr viel gebärend, Man. 4, 192.
-
36 πολυ-τόκος
πολυ-τόκος, viele Kinder oder Junge gebärend; Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.
-
37 πολεμη-τόκος
πολεμη-τόκος, dor. πολεμᾱτόκος, Krieg erzeugend, gebärend, bringend, Nonn. D. 4, 136 u. öfter; aber mit verändertem Tone, πολεμήτοκος, zum Kriege erzeugt, geboren, kriegerisch, Orph. H. 31, 10.
-
38 πολεμᾱ-τόκος
πολεμᾱ-τόκος, dor. = πολεμητόκος.
-
39 πλοη-τόκος
πλοη-τόκος, Schifffahrt gebärend, bewirkend, Ζέφυρος, Satyr. 6 (X, 6).
-
40 πῡρη-τόκος
πῡρη-τόκος, Weizen erzeugend, Conj. Brunck's für γυρητόμος, Philp. 59 (IX, 274).
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)