-
101 ὀλιγο-τόκος
ὀλιγο-τόκος, wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.
-
102 ἀοιοδο-τόκος
ἀοιοδο-τόκος, πηγή, Lieder erzeugend, Nestor. 1 (IX, 564).
-
103 ἀλαο-τόκος
ἀλαο-τόκος, blinde Junge gebärend, Suid.
-
104 ἀῤῥενο-τόκος
ἀῤῥενο-τόκος, männliche Junge gebärend, Diosc.
-
105 ἀῤ-ῥητο-τόκος
ἀῤ-ῥητο-τόκος, schändliche Dinge hervorbringend, Synes.
-
106 ἄ-τοκος
-
107 ἐπί-τοκος
ἐπί-τοκος, 1) der Geburt, der Niederkunft nahe, von Phryn. 333 als unattisch für ἐπίτεξ verworfen, doch mit einer Stelle aus Antiphan. com. belegt, s. Arist. H. A. 6, 18 auch von Thieren, wie Plut. es. carn. 2, 1. – 2) Zinsen tragend, τόκοι ἐπίτοκοι, die wieder Zinsen tragen, Zins auf Zins, Plat. Legg. VIII, 842 d; δάνεισμα Poll. 8, 141.
-
108 ἐρωτο-τόκος
ἐρωτο-τόκος παῖς, Nonn. D. 10, 324; μῦϑοι, Liebe erzeugend, Mus. 159.
-
109 ἐχιδνό-τοκος
ἐχιδνό-τοκος, natternerzeugt, Sp.
-
110 ἐμ-πειρό-τοκος
ἐμ-πειρό-τοκος, im Gebären erfahren, die schon geboren hat, Hippocr.
-
111 ἐγγεό-τοκος
ἐγγεό-τοκος, = ἐγγειότοκος, Theophr.
-
112 ἐγ-γειό-τοκος
ἐγ-γειό-τοκος, auf dem Lande, in der Erde geboren, Theophr. bei Ath. II, 62 a.
-
113 ἑπτά-τοκος
ἑπτά-τοκος, μήτηρ, die siebenmal geboren hat, Nonn. D. 13, 148.
-
114 ἑσμο-τόκος
ἑσμο-τόκος, Bienenschwärme erzeugend, χορός, Apollds. 6 (VI, 239).
-
115 ὑγρο-τόκος
ὑγρο-τόκος, Nässe, Feuchtigkeit erzeugend, Nonn. D. 32, 295 u. öfter.
-
116 ὑδρο-τόκος
ὑδρο-τόκος, Wasser gebärend, hervorbringend, gebend, von der Quelle, Ap. Rh.
-
117 ἔν-τοκος
-
118 ἱππο-τόκος
ἱππο-τόκος, ein Pferd gebärend, Medusa, Nonn. 47, 693.
-
119 ἰο-τόκος
-
120 ῥοη-τόκος
ῥοη-τόκος, Regenströme erzeugend, Sp.
См. также в других словарях:
τόκος — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
τόκε — τόκος childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκον — τόκος childbirth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)