Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτοτόκος

См. также в других словарях:

  • αυτότοκος — αὐτότοκος, ον (Α) (για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)] …   Dictionary of Greek

  • αὐτότοκον — αὐτότοκος young and all masc/fem acc sg αὐτότοκος young and all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτόκων — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτόκῳ — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»