-
1 αυτοτοκος
-
2 αὐτότοκος
αὐτό-τοκος, ον,II parox. αὐτοτόκος, ον, [voice] Act., self-producing, Nonn.D.8.81, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτότοκος
-
3 αὐτότοκος
αὐτό-τοκος, (1) samt der Leibesfrucht. (2) αὐτοτόκος, selbstgebärend -
4 αυτότοκον
-
5 αὐτότοκον
-
6 αὐτό-τοκος
αὐτό-τοκος, 1) sammt der Leibesfrucht, Aesch. Ag. 135. – 2) αὐτοτόκος, selbstgebärend, Nonn. 8, 81.
-
7 αυτοτόκω
-
8 αὐτοτόκῳ
-
9 αυτοτόκων
-
10 αὐτοτόκων
См. также в других словарях:
αυτότοκος — αὐτότοκος, ον (Α) (για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)] … Dictionary of Greek
αὐτότοκον — αὐτότοκος young and all masc/fem acc sg αὐτότοκος young and all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτόκων — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτόκῳ — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek