1 γραμματοκος
(μέλασμα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > γραμματοκος
2 γραμμοτοκος
Древнегреческо-русский словарь > γραμμοτοκος
3 γραμμο-τόκος
γραμμο-τόκος, s. γραμματόκος.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γραμμο-τόκος