-
21 υφάσματι
-
22 ὑφάσματι
-
23 υφάσματος
-
24 ὑφάσματος
-
25 εὐήτριος
A with good or fine thread, well-woven, A.Fr.47; ; ὕφη (v.l. ὑφαί) D.H.Comp.23;ἱμάτιον Luc.Lex.9
; αἱ εὐ. σινδόνες, of cotton, Str.15.1.20.II [voice] Act., well-weaving,τὰν πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν.. κερκίδα AP6.289
(Leon.).------------------------------------A = εὐκοίλιος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήτριος
-
26 θωρακοειδής
θωρᾱκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακοειδής
-
27 καιροσπάθητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιροσπάθητος
-
28 κατάλιθος
κατάλῐθ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλιθος
-
29 λεῖος
A smooth to the touch, [ αἴγειρος] Il.4.484;λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr. 218
, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra. 414b, al., Arist.Cat. 10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered,ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97
;λ. ὕφασμα Pl.Plt. 310e
; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured,Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4
; of plate, unembossed,φιάλαι IG11(2).161
B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).2 in Hom., chiefly of level places or countries,λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330
; ἐν λείῳ πεδίῳ ib. 359;λ. ὁδός Od.10.103
, Hes.Op. 288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.);λ. ἄροσις Od.9.134
; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30;πεδίον λ. Hdt.2.29
;χωρίον λειότατον Id.7.9
.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69
; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117;λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12
; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.b c. gen., χῶρος.. λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA 582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA 583a6
; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth,ἱππίδια Epich.44
; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA 505a26; [ γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib. 565b2, Opp.H.1.380;τὸ λ. Hp.Epid.3.14
, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac. 462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91
.4 metaph., smooth, soft, ; of the sound of the voice, Pl.Plt. 307a, Ti. 67b, Phlb. 51d;διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36
; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; alsoλ. μῦθοι A.Pr. 647
; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra. 406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti. 63e;λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr. 411
; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32;λ. ἡσυχίη AP7.278
(Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24;τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48
. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht. 144b, Plu.2.384a;καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol.
ap. Arist.Ath.12.3.II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf.λειόω 11
: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.) -
30 μεταξωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταξωτός
-
31 παμποίκιλος
παμ-ποίκῐλος, ον,A all-variegated, of rich and varied work,πέπλοι Od. 15.105
, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36;νεβρῶν π. στολίδες E.Hel. 1359
(lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16.II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους ( παμποικίλας codd.) Pl.Ti. 82b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμποίκιλος
-
32 προτόνιον
προτόν-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτόνιον
-
33 φαινόλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαινόλη
-
34 ἄπειρος
A without trial or experience of a thing, unused to, unacquainted with,ἄθλων Thgn.1013
;καλῶν Pi.I.8(7).70
;κακότητος Emp.112.3
;τυράννων Hdt.5.92
.ά; τῆς ναυτικῆς Id.8.1
;Περσέων Id.9.58
, cf. 46; πόνων, νόσων, A.Ch. 371, Fr.350.2; ; ;πολέμων Th.1.141
;τοῦ μεγέθους τῆς νήσου Id.6.1
; ;ἀνδρῶν ἀγαθῶν Lys.2.27
; of a woman, ἄ. ἄλλων ἀνδρῶν not having known other men (beside her husband), Hdt.2.111;ἄ. λέχους E.Med. 672
: abs. in same sense, ib. 1091 (lyr.).2 abs., inexperienced, ignorant, Pi.I.8(7).48, etc.;γλυκὺ δ' ἀπείροισι πόλεμος Id.Fr. 110
;δίδασκ' ἄπειρον A.Ch. 118
. Adv.ἀπείρως, ἔχειν τῶν νόμων Hdt.2.45
;πρός τι X.Mem.2.6.29
;περί τινος Isoc.5.19
: [comp] Comp.ἀπειρότερον, παρεσκευασμένοι Th.1.49
;- οτέρως Isoc.12.37
, Arist.Resp. 470b9.------------------------------------A boundless, infinite,σκότος Pi.Fr. 130.8
;τὸν ὑψοῦ τόνδ' ἄ. αἰθέρα E.Fr. 941
; ἤπειρον εἰς ἄ. ib. 998; of number, countless,πλῆθος Hdt.1.204
;ἀριθμὸς ἄ. πλήθει Pl.Prm. 144a
;ἄ. τὸ πλῆθος Id.R. 525a
, al.;εἰς ἄ. τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν Id.Lg. 910b
;χρόνος ἄ. OGI383.113
(i B.C.): [comp] Comp.- ότερος Dam.Pr.50
, Phlp.in Mete.17.15; τὸ ἄ. the Infinite, as a first principle, Arist.Ph. 203a3, etc.; esp. in the system of Anaximander, D.L.2.1, etc.; but τὰ ἄπειρα individuals, opp. τὰ εἴδη, Arist.Top. 109b14, cf. Metaph. 999a27, al.; ἄπειρος, opp. πεπερασμένος, Ph. 202b31; εἰς ἄ. ἰέναι, προϊέναι, ἥκειν, etc., APo. 81b33, Ph. 209a25, EN 1113a2, etc.; [γῆ] ἐπ' ἄπειρον ἐρριζωμένη Str.1.1.20
; also, indefinite,ὕλη Stoic.2.86
.2 in Trag., freq.of garments, etc., in which one is entangled past escape, i.e. without outlet,ἀμφίβληστρον A.Ag. 1382
; ;ὕφασμα E.Or.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπειρος
-
35 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
. -
36 ὑακινθινοβαφής
ὑᾰκινθῐνοβᾰφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑακινθινοβαφής
-
37 ὑφαίνω
Aὑφαίνεσκον Od.19.149
: [tense] fut. (anap.): [tense] aor.ὕφηνα Od.4.739
, 13.303, Ar.Lys. 586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A 206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as [dialect] Dor. form, B.5.9, al.: [tense] pf. ὕφαγκα ([etym.] συν-) D.H.Comp. 18, ([etym.] παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—[voice] Med., v. infr.: [tense] aor. , X.Mem.3.11.6:—[voice] Pass., [tense] aor. , ([etym.] ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: [tense] pf.ὕφασμαι Antiph.99
, Luc.VH1.18, ([etym.] ἐν-) Hdt. 3.47, ([etym.] παρ-) X.Cyr.5.4.48, but [ per.] 3sg.ὕφανται S.E.M.8.129
; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B.,ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91
H.,ὑφύφασται Zenod.
ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. ἐξυφαίνω. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—weave, freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. ὑφάω), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ; ; ;ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT 814
; ; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA 542a13, cf. 623a8: abs., weave, ply the loom, Hdt.2.35;αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA 717a36
; (cj. Heinsius for ἔφαινον):— [voice] Med.,ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Pl.Phd. 87b
, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—[voice] Pass., λίθος ὑφαινομένη, i.e. asbestos, Str.10.1.6.II contrive, plan, of all schemes, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.;πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187
;ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678
; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib. 739;μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28
, cf. B.16.51;δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422
;μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212
, cf. Call.Fr. 3ii10P. ([voice] Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the plot they laid against us to bring in tyranny, Ar.Lys. 630;πάντα.. ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14
:—[voice] Med., Nicopho 5: but ὑφαίνεται is f.l. for ὑφαίνετε in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. Nauck TGF2p.xx).III generally, create, construct,οἰκοδομήματα Pl.Criti. 116b
;ὄλβον Pi.P.4.141
; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he lays the foundation, Call.Ap.57;κηρὸν ὑ. Tryph.536
:—[voice] Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti. 72c.2 compose, write, ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr. 179;ὕμνον B.5.9
. (ὑφ-αίνω, cf. ὑφή, ὕφος, OE. wefan 'weave', Skt. ubhnāti 'hold together, cover, bind'.) -
38 ὑφασμάτιον
A s.v. προγωνίαν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφασμάτιον
-
39 ὕφα
-
40 ὕφαμμα
См. также в других словарях:
ὕφασμα — woven robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφασμα — το / ὕφασμα, άσματος, ΝΑ [ὑφαίνω] το αποτέλεσμα τού υφαίνω, προϊόν που κατασκευάζεται με τη διαπλοκή κάθετων μεταξύ τους νημάτων σε υφαντικό ιστό, σε αργαλειό … Dictionary of Greek
ύφασμα — το, ατος καθετί που κατασκευάζεται με πλέξιμο νημάτων στον αργαλειό, ό,τι υφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
ὕφασμ' — ὕφασμα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc sg ὕ̱φασμαι , ὑφάζω perf ind mp 1st sg ὕ̱φασμαι , ὑφαίνω weave perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφασμάτων — ὕφασμα woven robe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασι — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασιν — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματι — ὕφασμα woven robe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)