-
1 οικοδομήματα
-
2 οἰκοδομήματα
-
3 ώκοδομήματα
-
4 ᾠκοδομήματα
-
5 παλιναίρετος
1 demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84. -
6 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
7 παίδειος
A = παιδικός, of or for a boy, ὕμνοι π. songs to the boys they loved, Pi.I.2.3, cf. Ath.13.601a;π. κρέα A.Ag. 1242
, 1593; π. τροφή the care of rearing children, a mother's cares, S.Ant. 918;π. οἰκοδομήματα Pl.Lg. 643b
; μάθημα ib. 747b; αἱ π. τιμαί honours bestowed on children, ib. 810a.II Subst. παιδεῖον, τό, boy's dress, prob. in IG22.1516.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίδειος
-
8 προκαταβάλλω
A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 ([voice] Pass.):—also in [voice] Pass., to be swallowed first, Ph.1.320.II [voice] Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—[voice] Pass., Ph.1.405, al.III [voice] Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταβάλλω
-
9 ὑφαίνω
Aὑφαίνεσκον Od.19.149
: [tense] fut. (anap.): [tense] aor.ὕφηνα Od.4.739
, 13.303, Ar.Lys. 586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A 206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as [dialect] Dor. form, B.5.9, al.: [tense] pf. ὕφαγκα ([etym.] συν-) D.H.Comp. 18, ([etym.] παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—[voice] Med., v. infr.: [tense] aor. , X.Mem.3.11.6:—[voice] Pass., [tense] aor. , ([etym.] ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: [tense] pf.ὕφασμαι Antiph.99
, Luc.VH1.18, ([etym.] ἐν-) Hdt. 3.47, ([etym.] παρ-) X.Cyr.5.4.48, but [ per.] 3sg.ὕφανται S.E.M.8.129
; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B.,ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91
H.,ὑφύφασται Zenod.
ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. ἐξυφαίνω. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—weave, freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. ὑφάω), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ; ; ;ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT 814
; ; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA 542a13, cf. 623a8: abs., weave, ply the loom, Hdt.2.35;αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA 717a36
; (cj. Heinsius for ἔφαινον):— [voice] Med.,ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Pl.Phd. 87b
, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—[voice] Pass., λίθος ὑφαινομένη, i.e. asbestos, Str.10.1.6.II contrive, plan, of all schemes, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.;πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187
;ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678
; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib. 739;μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28
, cf. B.16.51;δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422
;μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212
, cf. Call.Fr. 3ii10P. ([voice] Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the plot they laid against us to bring in tyranny, Ar.Lys. 630;πάντα.. ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14
:—[voice] Med., Nicopho 5: but ὑφαίνεται is f.l. for ὑφαίνετε in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. Nauck TGF2p.xx).III generally, create, construct,οἰκοδομήματα Pl.Criti. 116b
;ὄλβον Pi.P.4.141
; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he lays the foundation, Call.Ap.57;κηρὸν ὑ. Tryph.536
:—[voice] Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti. 72c.2 compose, write, ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr. 179;ὕμνον B.5.9
. (ὑφ-αίνω, cf. ὑφή, ὕφος, OE. wefan 'weave', Skt. ubhnāti 'hold together, cover, bind'.)
См. также в других словарях:
οἰκοδομήματα — οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠκοδομήματα — οἰκοδομήματα , οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek