Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπὲρ+τῶν+δικαίων

  • 1 μνήμη

    μνήμ-η, [dialect] Dor. [full] μνάμα, , ([etym.] μνάομαι)
    A remembrance, memory of a person or thing, abs. or c. gen.,

    κακῶν μ. γίνεται οὐδεμία Thgn.798

    ;

    οὔτ' ἀγαθῶν μνήμην εἰδότες οὔτε κακῶν Id.1114

    ;

    τῶν ἐμῶν μνάμα ποκ' ἐσσεῖται πόνων Epich.254

    ; λείπεσθαι ἀθάνατον μ. (sc. ἑαυτοῦ) Hdt.4.144;

    μ. ἔχειν τινός S.OT 1246

    , OC 509, etc.;

    τάφου μ. τίθεσθαι E.Ph. 1585

    ; οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μ. ἐποιοῦντο made their recollections suit their sufferings, Th.2.54; μνήμην πεποίηκεν has made [him] remembered, Arist.Rh. 1414a6: pl.,

    ἀγήρατοι μνῆμαι Lys.2.79

    ; of the dead, μακαρίας μνήμης, θείας μνήμης, IG7.175 ([place name] Megara), Just.Nov.43 Praef., etc.; κρατίστης μνήμης Wilcken Chr.26.30 (ii A. D.);

    μνήμης ἀρίστης IG7.2808.6

    (Hyettus, iii A. D.).
    2 memory as a power of the mind, Simon.146, etc.;

    μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάνην A.Pr. 461

    ; proper to animals, opp. ἀνάμνησις, of man, Pl. Phlb. 34c, cf.

    μνημονεύω 1.2

    ; εἰπεῖν τι μνήμης ἄπο from memory, S.OT 1131;

    ἐν μνήμῃ λαβεῖν Pl.Ti. 26b

    ;

    φυλάξαι τῇ μ. Id.Lg. 783c

    ; εἰς μ. ἀναληπτέον ib. 864b;

    ἐφ' ὅσον μ. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται X.Cyr.5.5.8

    ;

    φέρειν ἐν μ. Men.Mon. 435

    : pl., αἱ πολλαὶ μ. τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν all the memories, acts of memory, Arist. Metaph. 980b29, cf. APo. 100a5; powers of memory, Id.Rh. 1362b24 (s. v. l.).
    II mention, notice of a thing,

    μ. ποιεῖσθαί τινος Hdt.1.15

    , etc.; μ. ποιήσασθαι περί or ὑπέρ τινος, Plb.2.7.12, 2.71.1;

    ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων μ. D.S.15.52

    ;

    μ. ἔχειν τινός Hdt.1.14

    , etc. (cf. supr.1);

    μ. ἐπασκέειν Id.2.77

    .
    III μνήμη βασίλειος the imperial cabinet or archives, τῆς β. μ. προεστώς, = Lat. a memoria, Hdn.4.8.4, cf. D.C.76.14 (prob.).
    IV = μνῆμα, tomb, AJP48.18 ([place name] Rome).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνήμη

  • 2 ἀντιλέγω

    ἀντιλέγω, Hdt., Com., and [dialect] Att. Prose (cf. ἀνταγορεύω): [tense] fut.
    A

    ἀντιλέξω E.Hipp. 993

    , Ar.Ra. 998, Lys.8.10 (but the common [tense] fut. is ἀντερῶ): [tense] aor.

    ἀντέλεξα S.OT 409

    , Ar.Nu. 1040 (but the [tense] aor. commonly used is ἀντεῖπον): [tense] pf. ἀντείρηκα: [tense] fut. [voice] Pass. ἀντειρήσομαι:—speak against, gainsay, contradict,

    τινί Th.5.30

    , Pl.Smp. 216b, X.Mem.4.6.13, etc.;

    περί τινος Th.8.53

    , X.Mem.4.4.8; ὑπὲρ τῶν δικαίων ib.3.5.12;

    πρός τι 1.2.17

    ;

    πρός πάντα τὰ δίκαια Ar.Nu. 888

    :—often folld. by a dependent clause, ἀ. ὡς.. declare in opposition or answer that..,

    χρησμοῖσι οὐκ ἔχω ἀντιλέγειν ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες Hdt.8.77

    , cf. Ar.Eq. 980, Th.8.24, X.An.2.3.25, etc.;

    οὐ τοῦτό γ' ἀντιλέγουσιν, ὡς οὐ.. Arist.Pol. 1287b23

    ; also

    ἀ. ὑπέρ τινος ὡς.. Th.8.45

    : so c. inf., ἀ. ποιήσειν ταῦτα, ἤν.. to reply that they will.., if.., Id.1.28;

    ἀ. μὴ κτεῖναι Μυτιληναίους Id.3.41

    ;

    ἀ. τὸ μὴ οὐ ἀξιοῦσθαί τινα X.Cyr.2.2.20

    .
    2 c. acc. rei,

    ἴσ' ἀντιλέξαι S.OT 409

    ;

    ἀ. τὸν ἐναντίον λόγον Lys.8.11

    ; μῦθον ἀ. τινί tell one tale in reply to another, Ar.Lys. 806;

    ἀντιλέγομεν πρᾶγμά τι Men.Epit.8

    :—[voice] Pass., to be disputed, questioned, X.HG6.5.37; of a place, ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον counter-claimed, ib.3.2.30;

    ἀντιλέγεσθαι μικρὸν πρός τινα περί τινος D.27.15

    ;

    τὰ ἀντιλεγόμενα

    points in dispute,

    Aeschin.2.44

    ; πρὸς τὰ ἀντειρημένα κτλ., title of work by Chrysippus, Stoic.2.8; τόπος ἀντιλλεγόμενος (sic) IG5(2).443.15 (Megalopolis, ii B.C.): abs.,

    - λέγεται περί τινος Str.8.6.6

    ; of the genuineness of literary works, to be disputed, Plu.2.839c.
    3 abs., speak in opposition, Hdt.9.42, E.Hipp. 993, Ar.Ra. 1076, etc.;

    ὁ ἀντιλέγων

    the opponent,

    Pl.Prt. 335a

    ;

    οἱ ἀντιλέγοντες Th.8.53

    ;

    λαὸς ἀπειθῶν καὶ -λέγων LXXIs.65.2

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλέγω

  • 3 παρρησία

    παρρησί-α, , ([etym.] πᾶς, ῥῆσις)
    A outspokenness, frankness, freedom of speech, claimed by the Athenians as their privilege,

    ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Hipp. 422

    , cf. Ion 672 ;

    παρρησίᾳ φράζειν Id.Ba. 668

    ; ἔχειν π. Id.Ph. 391 ;

    οὔσης παρρησίας Ar. Th. 541

    ;

    διδόναι π. τισί Isoc.2.28

    ;

    ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ π. γίγνεται Pl.R. 557b

    ;

    τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ D.6.31

    ;

    τὴν ὑπὲρ τῶν δικαίων π. ἀποδόμενος Din.2.1

    ; δημοκρατίας οὔσης οὐκ ἔστι π. Isoc.8.14 ;

    π. καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία Plb.2.38.6

    ; περὶ παρρησίας, title of work by Philodemus.
    2 in bad sense, licence of tongue, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς π. Isoc.11.40, cf. Pl.Phdr. 240e, Cic.Att.1.16.8.
    3 freedom of action, Aristaenet.2.7 ; π. ζωῆς καὶ θανάτου power of life and death, Vett. Val.6.3,al. ; licence, permission, Just.Nov.1.1.1 ; παρρησίᾳ ἐκτέμνεται τὸ δέρμα without fear, Aët.15.8 ; ἤγαγον ὑμᾶς μετὰ παρρησίας openly, LXXLe.26.13.
    4 liberality, lavishness, κεκόσμηκε τὸν αὑτοῦ βίον τῇ καλλίστῃ π. OGI323.10(Pergam., ii B.C.);

    ἐπὶ τῇ.. τῶν καμάτων καὶ πάσης ἐπιμελείας παρρησίᾳ IG5(1).547

    (Sparta, iii A.D.) ; = copia, Gloss.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρρησία

  • 4 βοήθεια

    βοήθ-εια, ([dialect] Dor. [full] βοάθοια SIG421.36 ([place name] Thermon)),
    A help, aid, Th.2.22, etc.;

    β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c

    ;

    ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15

    ; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA 651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh. 1383a29;

    αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46

    , cf. Act.Ap.27.17.
    2 medical aid, cure,

    κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19

    .
    II force of auxiliaries,

    ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20

    ;

    νεῶν β. Th.4.8

    : opp. regular forces, D.4.32.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθεια

  • 5 συνθήκη

    A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,
    II convention, compact,

    σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra. 384d

    , cf. 433e;

    ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b10

    , cf. Rh. 1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a;

    διὰ συνθήκης Arist.APr. 50a18

    ; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN 1133a29; so συνθήκῃ ib. 1134b32: pl.,

    συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32

    .
    2 article of a compact or treaty,

    τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31

    , cf. 1.78: also, treaty,

    σ. καὶ συμμαχία SIG421.1

    (Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch. 555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.;

    συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17

    ; γάμων ς. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς ς. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα.., σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri. 54c, D.15.29;

    συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42

    , Ar. Pax 1065, X.HG7.1.2;

    ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177

    ; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1;

    σ. συνεθέμεθα Lys.13.88

    ; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24;

    παραβῆναι Pl.Cri.

    l.c.;

    ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164

    ; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164;

    συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81

    ; ἐκ τῶν ς. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht. 183c; opp. παρὰ τὰς ς. Id.Cri. 52d.
    III = θήκη, coffin, v.l. in Lib.Or.8.11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθήκη

  • 6 ψυχή

    ψυχή, ῆς, ἡ (Hom.+; ‘life, soul’) It is oft. impossible to draw hard and fast lines in the use of this multivalent word. Gen. it is used in ref. to dematerialized existence or being, but, apart fr. other data, the fact that ψ. is also a dog’s name suggests that the primary component is not metaphysical, s. SLonsdale, Greece and Rome 26, ’79, 146–59. Without ψ. a being, whether human or animal, consists merely of flesh and bones and without functioning capability. Speculations and views respecting the fortunes of ψ. and its relation to the body find varied expression in our lit.
    (breath of) life, life-principle, soul, of animals (Galen, Protr. 13 p. 42, 27 John; Gen 9:4) Rv 8:9. As a rule of human beings (Gen 35:18; 3 Km 17:21; ApcEsdr 5:13 λαμβάνει τὴν ψυχὴν the fetus in its sixth month) Ac 20:10. When it leaves the body death occurs Lk 12:20 (cp. Jos., C. Ap. 1, 164; on the theme cp. Pind., I. 1, 67f). The soul is delivered up to death (the pass. in ref. to divine initiative), i.e. into a condition in which it no longer makes contact with the physical structure it inhabited 1 Cl 16:13 (Is 53:12), whereupon it leaves the realm of earth and lives on in Hades (Lucian, Dial. Mort. 17, 2; Jos., Ant. 6, 332) Ac 2:27 (Ps 15:10), 31 v.l. or some other place outside the earth Rv 6:9; 20:4; ApcPt 10:25 (GrBar 10:5 τὸ πεδίον … οὗπερ ἔρχονται αἱ ψυχαὶ τῶν δικαίων; ApcEsdr 7:3 ἀπέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν; Himerius, Or. 8 [23]: his consecrated son [παῖς ἱερός 7] Rufinus, when he dies, leaves his σῶμα to the death-daemon, while his ψυχή goes into οὐρανός, to live w. the gods 23).—B 5:13 (s. Ps 21:21).
    the condition of being alive, earthly life, life itself (Diod S 1, 25, 6 δοῦναι τὴν ψυχήν=give life back [to the dead Horus]; 3, 26, 2; 14, 65, 2; 16, 78, 5; Jos., Ant. 18, 358 σωτηρία τῆς ψυχῆς; 14, 67; s. Reader, Polemo 354 [reff.]) ζητεῖν τὴν ψυχήν τινος Mt 2:20 (cp. Ex 4:19); Ro 11:3 (3 Km 19:10, 14). δοῦναι τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ (cp. Eur., Phoen. 998) Mt 20:28; Mk 10:45; John says for this τιθέναι τὴν ψυχὴν J 10:11, 15, 17, (18); 13:37f; 15:13; 1J 3:16ab; παραδιδόναι Ac 15:26; Hs 9, 28, 2. παραβολεύεσθαι τῇ ψυχῇ Phil 2:30 (s. παραβολεύομαι). To love one’s own life (JosAs 13:1 ἐγὼ ἀγαπῶ αὐτὸν ὑπὲρ τὴν ψυχήν μου) Rv 12:11; cp. B 1:4; 4:6; 19:5; D 2:7. Life as prolonged by nourishment Mt 6:25ab; Lk 12:22f. Cp. 14:26; Ac 20:24; 27:10, 22; 28:19 v.l.; Ro 16:4. S. also 2e below.
    by metonymy, that which possesses life/soul (cp. 3 below) ψυχὴ ζῶσα (s. Gen 1:24) a living creature Rv 16:3 v.l. for ζωῆς. Cp. ἐγένετο Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν 1 Cor 15:45 (Gen 2:7. S. πνεῦμα 5f). ψυχὴ ζωῆς Rv 16:3.
    seat and center of the inner human life in its many and varied aspects, soul
    of the desire for luxurious living (cp. the OT expressions Ps 106:9 [=ParJer 9:20, but in sense of d below]; Pr 25:25; Is 29:8; 32:6; Bar 2:18b; PsSol 4:17. But also X., Cyr. 8, 7, 4; ins in CB I/2, 477 no. 343, 5 the soul as the seat of enjoyment of the good things in life) of the rich man ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου• ψυχή, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου Lk 12:19 (cp. PsSol 5:12; Aelian, VH 1, 32 εὐφραίνειν τὴν ψυχήν; X., Cyr. 6, 2, 28 ἡ ψυχὴ ἀναπαύσεται.—The address to the ψυχή as PsSol 3, 1; Cyranides p. 41, 27). Cp. Rv 18:14.
    of evil desires (PsSol 4:13; Tat. 23, 2) 2 Cl 16:2; 17:7.
    of feelings and emotions (Anacr., Fgm. 4 Diehl2 [15 Page]; Diod S 8, 32, 3; JosAs 6:1; SibOr 3, 558; Just., D. 2, 4; Mel., P. 18, 124 al.) περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου (cp. Ps 41:6, 12; 42:5) Mt 26:38; Mk 14:34. ἡ ψυχή μου τετάρακται J 12:27; cp. Ac 2:43 (s. 3 below).—Lk 1:46; 2:35; J 10:24; Ac 14:2, 22; 15:24; Ro 2:9; 1 Th 2:8 (τὰς ἑαυτῶν ψυχάς our hearts full of love); Hb 12:3; 2 Pt 2:8; 1 Cl 16:12 (Is 53:11); 23:3 (scriptural quot. of unknown origin); B 3:1, 5b (s. on these two passages Is 58:3, 5, 10b); 19:3; Hm 4, 2, 2; 8:10; Hs 1:8; 7:4; D 3:9ab. ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου GJs 5:2; 19:2 (s. μεγαλύνω 1). αὔξειν τὴν ψυχὴν τοῦ Παύλου AcPl Ha 6, 10. It is also said of God in the anthropomorphic manner of expr. used by the OT ὁ ἀγαπητός μου εἰς ὸ̔ν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου Mt 12:18 (cp. Is 42:1); cp. Hb 10:38 (Hab 2:4).—One is to love God ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ Mt 22:37; Lk 10:27. Also ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς (Dt 6:5; 10:12; 11:13) Mk 12:30, 33 v.l. (for ἰσχύος); Lk 10:27 v.l. (Epict. 2, 23, 42; 3, 22, 18; 4, 1, 131; M. Ant. 12, 29; Sextus 379.—X., Mem. 3, 11, 10 ὅλῃ τῇ ψυχῇ). ἐκ ψυχῆς from the heart, gladly (Jos., Ant. 17, 177.—The usual form is ἐκ τῆς ψυχῆς: X., An. 7, 7, 43, Apol. 18 al.; Theocr. 8, 35) Eph 6:6; Col 3:23; ἐκ ψυχῆς σου B 3:5a (Is 58:10a); 19:6. μιᾷ ψυχῇ with one mind (Dio Chrys. 19 [36], 30) Phil 1:27; cp. Ac 4:32 (on the combination w. καρδία s. that word 1bη and EpArist 17); 2 Cl 12:3 (s. 1 Ch 12:39b; Diog. L. 5, 20 ἐρωτηθεὶς τί ἐστι φίλος, ἔφη• μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα).
    as the seat and center of life that transcends the earthly (Pla., Phd. 28, 80ab; Paus. 4, 32, 4 ἀθάνατός ἐστιν ἀνθρώπου ψ.; Just., A I, 44, 9 περὶ ἀθανασίας ψυχῆς; Ath. 27, 2 ἀθάνατος οὖσα. Opp. Tat. 13, 1, who argues the state of the ψ. before the final judgment and states that it is not immortal per se but experiences the fate of the body οὐκ ἔστιν ἀθάνατος). As such it can receive divine salvation σῴζου σὺ καὶ ἡ ψυχή σου be saved, you and your soul Agr 5 (Unknown Sayings 61–64). σῴζειν τὰς ψυχάς Js 1:21. ψυχὴν ἐκ θανάτου 5:20; cp. B 19:10; Hs 6, 1, 1 (on death of the ψ. s. Achilles Tat. 7, 5, 3 τέθνηκας θάνατον διπλοῦν, ψυχῆς κ. σώματος). σωτηρία ψυχῶν 1 Pt 1:9. περιποίησις ψυχῆς Hb 10:39. It can also be lost 2 Cl 15:1; B 20:1; Hs 9, 26, 3. Humans cannot injure it, but God can hand it over to destruction Mt 10:28ab; AcPl Ha 1, 4. ζημιωθῆναι τὴν ψυχήν (ζημιόω 1) Mt 16:26a; Mk 8:36 (FGrant, Introd. to NT Thought, ’50, 162); 2 Cl 6:2. There is nothing more precious than ψυχή in this sense Mt 16:26b; Mk 8:37. It stands in contrast to σῶμα, in so far as that is σάρξ (cp. Ar. 15, 7 οὐ κατὰ σάρκα … ἀλλὰ κατὰ ψυχήν; Tat. 15, 1 οὔτε … χωρὶς σώματος; Ath. 1, 4 τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς; SIG 383, 42 [I B.C.]) Dg 6:1–9. The believer’s soul knows God 2 Cl 17:1. One Christian expresses the hope that all is well w. another’s soul 3J 2 (s. εὐοδόω). For the soul of the Christian is subject to temptations 1 Pt 2:11 and 2 Pt 2:14; longs for rest Mt 11:29 (ParJer 5:32 ὁ θεὸς … ἡ ἀνάπαυσις τῶν ψυχῶν); and must be purified 1 Pt 1:22 (cp. Jer 6:16). The soul must be entrusted to God 1 Pt 4:19; cp. 1 Cl 27:1. Christ is its ποιμὴν καὶ ἐπίσκοπος (s. ἐπίσκοπος 1) 1 Pt 2:25; its ἀρχιερεὺς καὶ προστάτης 1 Cl 61:3; its σωτήρ MPol 19:2. Apostles and congregational leaders are concerned about the souls of the believers 2 Cor 12:15; Hb 13:17. The Christian hope is called the anchor of the soul 6:19. Paul calls God as a witness against his soul; if he is lying, he will forfeit his salvation 2 Cor 1:23.—Also life of this same eternal kind κτήσεσθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν you will gain (real) life for yourselves Lk 21:19.
    Since the soul is the center of both the earthly (1a) and the transcendent (2d) life, pers. can find themselves facing the question concerning the wish to ensure it for themselves: ὸ̔ς ἐὰν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτὴν• ὸ̔ς δʼ ἂν ἀπολέσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, σώσει αὐτήν Mk 8:35. Cp. Mt 10:39; 16:25; Lk 9:24; 17:33; J 12:25. The contrast betw. τὴν ψυχὴν εὑρεῖν and ἀπολέσαι is found in Mt 10:39ab (s. HGrimme, BZ 23, ’35, 263f); 16:25b; σῶσαι and ἀπολέσαι vs. 25a; Mk 8:35ab; Lk 9:24ab; περιποιήσασθαι, ζῳογονῆσαι and ἀπολέσαι 17:33; φιλεῖν and ἀπολλύναι J 12:25a; μισεῖν and φυλάσσειν vs. 25b.
    On the combination of ψυχή and πνεῦμα in 1 Th 5:23; Hb 4:12 (Just., D. 6, 2; Tat. 15, 1 χρὴ … ζευγνύναι … τὴν ψυχὴν τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ) s. πνεῦμα 3a, end.—A-JFestugière, L’idéal religieux des Grecs et l’Évangile ’32, 212–17.—A unique combination is … σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων, slaves and human lives Rv 18:13 (cp. Ezk 27:13; on the syntax s. Mussies 98).
    In var. Semitic languages the reflexive relationship is paraphrased with נֶפֶשׁ (Gr.-Rom. parallels in W-S. §22, 18b note 33); the corresp. use of ψυχή may be detected in certain passages in our lit., esp. in quots. fr. the OT and in places where OT modes of expr. have had considerable influence (B-D-F §283, 4; W-S. §22, 18b; Mlt. 87; 105 n. 2; Rob. 689; KHuber, Untersuchungen über d. Sprachcharakter des griech. Lev., diss. Zürich 1916, 67), e.g. Mt 11:29; 26:38; Mk 10:45; 14:34; Lk 12:19; 14:26; J 10:24; 12:27; 2 Cor 1:23; 3J 2; Rv 18:14; 1 Cl 16:11 (Is 53:10); B 3:1, 3 (Is 58:3, 5); 4:2; 17:1. Cp. also 2 Cor 12:15; Hb 13:17; GJs 2:2; 13:2; 15:3 (on these last s. ταπεινόω 2b).
    an entity w. personhood, person ext. of 2 by metonymy (cp. 1c): πᾶσα ψυχή everyone (Epict. 1, 28, 4; Lev 7:27; 23:29 al.) Ac 2:43; 3:23 (Lev 23:29); Ro 2:9; 13:1; Jd 15; 1 Cl 64; Hs 9, 18, 5.—Pl. persons, cp. our expression ‘number of souls’ (Pla. et al.; PTebt 56, 11 [II B.C.] σῶσαι ψυχὰς πολλάς; LXX) ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι Ac 2:41; cp. 7:14 (Ex 1:5); 27:37; 1 Pt 3:20.—This may also be the place for ἔξεστιν ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; is it permissible to rescue a person ( a human life is also poss.) or must we let the person die? Mk 3:4; Lk 6:9. Cp. 9:55 [56] v.l.—EHatch, Essays in Bibl. Gk. 1889, 112–24; ERohde, Psyche9–10 1925; JBöhme, D. Seele u. das Ich im homer. Epos 1929; EBurton, Spirit, Soul and Flesh 1918; FRüsche, Blut, Leben u. Seele 1930; MLichtenstein, D. Wort nefeš in d. Bibel 1920; WStaples, The ‘Soul’ in the OT: JSL 44, 1928, 145–76; FBarth, La notion Paulinienne de ψυχή: RTP 44, 1911, 316–36; ChGuignebert, RHPR 9, 1929, 428–50; NSnaith, Life after Death: Int 1, ’47, 309–25; essays by OCullmann, HWolfson, WJaeger, HCadbury in Immortality and Resurrection, ed. KStendahl, ’65, 9–53; GDautzenberg, Sein Leben Bewahren ’66 (gospels); R Jewett, Paul’s Anthropological Terms, ’71, 334–57; also lit. cited GMachemer, HSCP 95, ’93, 121, 13.—TJahn, Zum Wortfeld ‘Seele-Geist’ in der Sprache Homers (Zetemata 83) ’81.—B. 1087. New Docs 4, 38f (trichotomy). DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ψυχή

  • 7 ἐγγυητής

    ἐγγυ-ητής, οῦ, ,
    A one who gives security, surety, guarantor,

    ἐγγυητὴν καθιστάναι Hdt.1.196

    , Antipho 5.17, Lys.23.12, IG22.1172.22, etc.;

    ἄξιος ἐ. τινος Thphr.Char. 18.6

    ;

    παρέχειν Pl.Lg. 871e

    ;

    λαμβάνειν τινὰ ἐ. D.33.7

    ;

    διδόναι Plb. 12.16.3

    , etc.; ἐπ' ἐγγυητῶν ἐκμισθοῦν under securities, X.Vect.3.14; ἐ. τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως for the money, Pl.Ap. 38c; οἱ ἐ. τῆς τραπέζης those who had given security for the bank (and were liable in case of its failure), D.33.10;

    ὁ νόμος ἐ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b11

    ;

    τὸ νόμισμα οἷον ἐ. ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς Id.EN 1133b12

    ;

    εἰ μή τις θεῶν ἐστιν ἐ., ὡς.. D.H.11.41

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγυητής

  • 8 ἀνήρ

    ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσιν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)
    1 man
    1 man in his prime.
    a

    παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17

    ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ

    διφρηλασίας O. 3.37

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶO. 4.26

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86

    ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8

    τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23

    ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 ἀνδρὸς αἰδοίουP. 4.29

    δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22

    δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6

    κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49

    νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12

    ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18

    ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33

    ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38

    ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9

    τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

    ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50

    θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1

    περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65

    κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.

    ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37

    χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57

    ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9

    Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.

    ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.
    b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173

    Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182

    βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38

    Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4

    ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.
    2 generally = ἄνθρωπος.
    a

    ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

    ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38

    χρήματα χρήματ' ἀνήρI. 2.11

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-

    δρῶν I. 5.57

    δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4

    ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20

    ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.
    b contrasted with the gods

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2

    ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

    τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110

    cf. O. 10.22, O. 11.10

    τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7

    πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    ( Χίρωνα)

    νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳP. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22

    ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4

    κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).

    καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

    κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11

    ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.
    3 generally, a man, anyone ὁ μὰν

    πλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56

    αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26

    κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63

    Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73

    θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99

    ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56

    οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20

    οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

    φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39

    ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15

    καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.
    4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.
    a c. subs.

    ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79

    μάτρωες ἄνδρες O. 6.77

    μάντιες ἄνδρες O. 8.2

    ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69

    ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91

    ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    cf. P. 9.118
    b c. adj.

    οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96

    Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12

    τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7

    ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34

    ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33

    πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80

    ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93

    εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86

    ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66

    Λακεδαι-

    μονίων ἀνδρῶν P. 4.257

    βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41

    Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42

    καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42

    κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

    τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34

    [ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.
    c c.

    τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    5 frag. ]

    φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22

    ]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21

    κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3.

    Lexicon to Pindar > ἀνήρ

  • 9 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 10 νόμος

    νόμος, ου, ὁ (νέμω; [Zenodotus reads ν. in Od. 1, 3] Hes.+; loanw. in rabb.—On the history of the word MPohlenz, Nomos: Philol 97, ’48, 135–42; GShipp, Nomos ‘Law’ ’78; MOstwald, Nomos and the Beginnings of Athenian Democracy ’69). The primary mng. relates to that which is conceived as standard or generally recognized rules of civilized conduct esp. as sanctioned by tradition (Pind., Fgm. 152, 1=169 Schr. νόμος ὁ πάντων βασιλεύς; cp. SEG XVII, 755, 16: Domitian is concerned about oppressive practices hardening into ‘custom’; MGigante, ΝΟΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ [Richerche filologiche 1] ’56). The synonym ἔθος (cp. συνήθεια) denotes that which is habitual or customary, especially in reference to personal behavior. In addition to rules that take hold through tradition, the state or other legislating body may enact ordinances that are recognized by all concerned and in turn become legal tradition. A special semantic problem for modern readers encountering the term ν. is the general tendency to confine the usage of the term ‘law’ to codified statutes. Such limitation has led to much fruitless debate in the history of NT interpretation.—HRemus, Sciences Religieuses/Studies in Religion 13, ’84, 5–18; ASegal, Torah and Nomos in Recent Scholarly Discussion, ibid., 19–27.
    a procedure or practice that has taken hold, a custom, rule, principle, norm (Alcman [VII B.C.], Fgm. 93 D2 of the tune that the bird sings; Ocellus [II B.C.] c. 49 Harder [1926] τῆς φύσεως νόμος; Appian, Basil. 1 §2 πολέμου ν., Bell. Civ. 5, 44 §186 ἐκ τοῦδε τοῦ σοῦ νόμου=under this rule of yours that governs action; Polyaenus 5, 5, 3 ν. πόμπης; 7, 11, 6 ν. φιλίας; Sextus 123 τοῦ βίου νόμος; Just., A II, 2, 4 παρὰ τὸν τῆς φύσεως ν.; Ath. 3, 1 νόμῳ φύσεως; 13, 1 θυσιῶν νόμῳ)
    gener. κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκίνης in accordance w. the rule of an external commandment Hb 7:16. εὑρίσκω τὸν νόμον I observe an established procedure or principle or system Ro 7:21 (ν. as ‘principle’, i.e. an unwritten rightness of things Soph., Ant. 908). According to Bauer, Paul uses the expression νόμος (which dominates this context) in cases in which he prob. would have preferred another word. But it is also prob. that Paul purposely engages in wordplay to heighten the predicament of those who do not rely on the gospel of liberation from legal constraint: the Apostle speaks of a principle that obligates one to observe a code of conduct that any sensible pers. would recognize as sound and valid ὁ νόμος τ. νοός μου vs. 23b (s. νοῦς 1a). Engaged in a bitter struggle w. this νόμος there is a ἕτερος νόμος which, in contrast to the νοῦς, dwells ἐν τοῖς μέλεσίν μου in my (physical) members vs. 23a, and hence is a νόμος τῆς ἁμαρτίας vs. 23c and 25b or a νόμος τ. ἁμαρτίας καὶ τ. θανάτου 8:2b. This sense prepares the way for the specific perspective
    of life under the lordship of Jesus Christ as a ‘new law’ or ‘system’ of conduct that constitutes an unwritten tradition ὁ καινὸς ν. τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2:6; in brief ν. Ἰησοῦ Χριστοῦ IMg 2 (cp. Just., D. 11, 4; 43, 1; Mel., P. 7, 46). Beginnings of this terminology as early as Paul: ὁ ν. τοῦ Χριστοῦ =the standard set by Christ Gal 6:2 (as vs. 3 intimates, Christ permitted himself to be reduced to nothing, thereby setting the standard for not thinking oneself to be someth.). The gospel is a νόμος πίστεως a law or system requiring faith Ro 3:27b (FGerhard, TZ 10, ’54, 401–17) or ὁ ν. τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χρ. Ἰ. the law of the spirit (=the spirit-code) of life in Chr. J. 8:2a. In the same sense Js speaks of a ν. βασιλικός (s. βασιλικός) 2:8 or ν. ἐλευθερίας vs. 12 (λόγος ἐλ. P74), ν. τέλειος ὁ τῆς ἐλευθερίας 1:25 (association w. 1QS 10:6, 8, 11 made by EStauffer, TLZ 77, ’52, 527–32, is rejected by SNötscher, Biblica 34, ’53, 193f. On the theme of spontaneous moral achievement cp. Pind., Fgm. 152 [169 Schr.] 1f νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς | θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων | ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον| ὑπερτάτᾳ χειρί=custom is lord of all, of mortals and immortals both, and with strong hand directs the utmost power of the just. Plut., Mor. 780c interprets Pindar’s use of νόμος: ‘not written externally in books or on some wooden tablets, but as lively reason functioning within him’ ἔμψυχος ὢν ἐν αὐτῷ λόγῳ; Aristot., EN 4, 8, 10 οἷον ν. ὢν ἑαυτῷ; Diod S 1, 94, 1 ν. ἔγγραπτος; cp. also Ovid, Met. 1, 90 sponte sua sine lege fidem rectumque colebat; Mayor, comm. ‘Notes’ 73.—RHirzel, ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ 1903.). Some would put ὁ νόμος Js 2:9 here (s. LAllevi, Scuola Cattol. 67, ’39, 529–42), but s. 2b below.—Hermas too, who in part interprets Israel’s legal tradition as referring to Christians, sees the gospel, exhibited in Christ’s life and words, as the ultimate expression of God’s will or ‘law’. He says of Christ δοὺς αὐτοῖς (i.e. the believers) τὸν ν., ὅν ἔλαβε παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Hs 5, 6, 3, cp. Hs 8, 3, 3. Or he sees in the υἱὸς θεοῦ κηρυχθεὶς εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς, i.e. the preaching about the Son of God to the ends of the earth, the νόμος θεοῦ ὁ δοθεὶς εἰς ὅλον. τ. κόσμον 8, 3, 2. Similarly to be understood are τηρεῖν τὸν ν. 8, 3, 4. ὑπὲρ τοῦ ν. παθεῖν 8, 3, 6. ὑπὲρ τοῦ ν. θλίβεσθαι 8, 3, 7. ἀρνησάμενοι τὸν νόμον ibid. βλασφημεῖν τὸν ν. 8, 6, 2.
    constitutional or statutory legal system, law
    gener.: by what kind of law? Ro 3:27. ν. τῆς πόλεως the law of the city enforced by the ruler of the city (ν. ἐν ταῖς πόλεσι γραπτός Orig., C. Cels. 5, 37, 2); the penalty for breaking it is banishment Hs 1:5f. τοῖς ν. χρῆσθαι observe the laws 1:3; πείθεσθαι τοῖς ὡρισμένοις ν. obey the established laws Dg 5:10; νικᾶν τοὺς ν. ibid. (νικάω 3). Ro 7:1f, as well as the gnomic saying Ro 4:15b and 5:13b, have been thought by some (e.g. BWeiss, Jülicher) to refer to Roman law, but more likely the Mosaic law is meant (s. 3 below).
    specifically: of the law that Moses received from God and is the standard according to which membership in the people of Israel is determined (Diod S 1, 94, 1; 2: the lawgiver Mneves receives the law from Hermes, Minos from Zeus, Lycurgus from Apollo, Zarathustra from the ἀγαθὸς δαίμων, Zalmoxis from Hestia; παρὰ δὲ τοῖς Ἰουδαίοις, Μωϋσῆς receives the law from the Ἰαὼ ἐπικαλούμενος θεός) ὁ ν. Μωϋσέως Lk 2:22; J 7:23; Ac 15:5. ν. Μωϋσέως Ac 13:38; Hb 10:28. Also ὁ ν. κυρίου Lk 2:23f, 39; GJs 14:1. ὁ ν. τοῦ θεοῦ (Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 4]) Mt 15:6 v.l.; Ro 8:7 (cp. Tat. 7, 2; 32, 1; Ath. 3:2). ὁ ν. ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν etc. J 18:31; 19:7b v.l.; Ac 25:8. κατὰ τὸν ἡμέτερον ν. 24:6 v.l. (cp. Jos., Ant. 7, 131). ὁ πατρῷος ν. 22:3. τὸν ν. τῶν ἐντολῶν Eph 2:15. Since the context of Ac 23:29 ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν points to the intimate connection between belief, cult, and communal solidarity in Judean tradition, the term νόμος is best rendered with an hendiadys: (charged in matters) relating to their belief and custom; cp. ν. ὁ καθʼ ὑμᾶς 18:15. Ro 9:31 (CRhyne, Νόμος Δικαιοσύνης and the meaning of Ro 10:4: CBQ 47, ’85, 486–99).—Abs., without further qualification ὁ ν. Mt 22:36; 23:23; Lk 2:27; J 1:17; Ac 6:13; 7:53; 21:20, 28; Ro 2:15 (τὸ ἔργον τοῦ νόμου the work of the law [=the moral product that the Mosaic code requires] is written in the heart; difft. Diod S 1, 94, 1 ν. ἔγγραπτος, s. 1b, above), 18, 20, 23b, 26; 4:15a, 16; 7:1b, 4–7, 12, 14, 16; 8:3f; 1 Cor 15:56; Gal 3:12f, 17, 19, 21a, 24; 5:3, 14; 1 Ti 1:8 (GRudberg, ConNeot 7, ’42, 15); Hb 7:19 (s. Windisch, Hdb. exc. ad loc.), 28a; 10:1; cp. Js 2:9 (s. 1b above); μετὰ τὸν ν. Hb 7:28b; οἱ ἐν τῷ ν. Ro 3:19; κατὰ τὸν ν. according to the (Mosaic) law (Jos., Ant. 14, 173; 15, 51 al.; Just., D. 10, 1) J 19:7b; Ac 22:12; 23:3; Hb 7:5; 9:22. παρὰ τ. νόμον contrary to the law (Jos., Ant. 17, 151, C. Ap. 2, 219; Ath. 1, 3 παρὰ πάντα ν.) Ac 18:13.—νόμος without the art. in the same sense (on the attempt, beginning w. Origen, In Ep. ad Ro 3:7 ed. Lomm. VI 201, to establish a difference in mng. betw. Paul’s use of ὁ νόμος and νόμος s. B-D-F §258, 2; Rob. 796; Mlt-Turner 177; Grafe [s. 3b below] 7–11) Ro 2:13ab, 17, 23a, * 25a; 3:31ab; 5:13, 20; 7:1a (s. above); Gal 2:19b; 5:23 (JRobb, ET 56, ’45, 279f compares κατὰ δὲ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος Aristot., Pol. 1284a). δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ … 1 Ti 1:9. Cp. ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος Ro 2:14 (in Pla., Pol. and in Stoic thought the wise person needed no commandment [Stoic. III 519], the bad one did; MPohlenz, Stoa ’48/49 I 133; II 75). Used w. prepositions: ἐκ ν. Ro 4:14; Gal 3:18, 21c (v.l. ἐν ν.); Phil 3:9 (ἐκ νόμου can also mean corresponding to or in conformity with the law: PRev 15, 11 ἐκ τῶν νόμων); cp. ἐκ τοῦ νόμου Ro 10:5. διὰ νόμου Ro 2:12b; 3:20b; 4:13; 7:7b; Gal 2:19a, 21; ἐν ν. (ἐν τῷ ν. Iren. 3, 11, 8 [Harv. II 49, 9]) Ro 2:12a, 23; Gal 3:11, 21c v.l.; 5:4; Phil 3:6. κατὰ νόμον 3:5; Hb 8:4; 10:8 (make an offering κατὰ νόμον as Arrian, Anab. 2, 26, 4; 5, 8, 2); χωρὶς ν. Ro 3:21a; 7:8f; ἄχρι ν. 5:13a. ὑπὸ νόμον 6:14f; 1 Cor 9:20; Gal 3:23; 4:4f, 21a; 5:18 (cp. Just., D. 45, 3 οἱ ὑπὸ τὸν ν.).—Dependent on an anarthrous noun παραβάτης νόμου a law-breaker Ro 2:25b ( 27b w. art.); Js 2:11. ποιητὴς ν. one who keeps the law 4:11d (w. art. Ro 2:13b). τέλος ν. the end of the law Ro 10:4 (RBultmann and HSchlier, Christus des Ges. Ende ’40). πλήρωμα ν. fulfilment of the law 13:10. ν. μετάθεσις a change in the law Hb 7:12. ἔργα ν. Ro 3:20a, 28; 9:32 v.l.; Gal 2:16; 3:2, 5, 10a.—(ὁ) ν. (τοῦ) θεοῦ Ro 7:22, 25a; 8:7 because it was given by God and accords w. his will. Lasting Mt 5:18; Lk 16:17 (cp. Bar 4:1; PsSol 10:4; Philo, Mos. 2, 14; Jos., C. Ap. 2, 277).—Used w. verbs, w. or without the art.: ν. ἔχειν J 19:7a; Ro 2:14 (ApcSed 14:5). πληροῦν ν. fulfill the law Ro 13:8; pass. Gal 5:14 (Mel., P. 42, 291). πληροῦν τὸ δικαίωμα τοῦ ν. fulfill the requirement of the law Ro 8:4. φυλάσσειν τὸν ν. observe the law Ac 21:24; Gal 6:13. τὰ δικαιώματα τοῦ ν. φυλάσσειν observe the precepts of the law Ro 2:26; διώκειν ν. δικαιοσύνης 9:31a; πράσσειν ν. 2:25a. ποιεῖν τὸν ν. J 7:19b; Gal 5:3; Ro 2:14b, s. below; τὸν ν. τηρεῖν Js 2:10. τὸν ν. τελεῖν Ro 2:27. φθάνειν εἰς ν. 9:31b. κατὰ ν. Ἰουδαϊσμὸν ζῆν IMg 8:1 v.l. is prob. a textual error (Pearson, Lghtf., Funk, Bihlmeyer, Hilgenfeld; Zahn, Ign. v. Ant. 1873 p. 354, 1 [difft. in Zahn’s edition] all omit νόμον as a gloss and are supported by the Latin versions; s. Hdb. ad loc.). τὰ τοῦ ν. ποιεῖν carry out the requirements of the law Ro 2:14b (ApcSed 14:5; FFlückiger, TZ 8, ’52, 17–42). καταλαλεῖν νόμου, κρίνειν ν. Js 4:11abc. ἐδόθη ν. Gal 3:21a.—Pl. διδοὺς νόμους μου εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν Hb 8:10; cp. 10:16 (both Jer 38:33).—Of an individual stipulation of the law ὁ νόμος τοῦ ἀνδρός the law insofar as it concerns the husband (Aristot., Fgm. 184 R. νόμοι ἀνδρὸς καὶ γαμετῆς.—SIG 1198, 14 κατὰ τὸν νόμον τῶν ἐρανιστῶν; Num 9:12 ὁ ν. τοῦ πάσχα; Philo, Sobr. 49 ὁ ν. τῆς λέπρας) Ro 7:2b; cp. 7:3 and δέδεται νόμῳ vs. 2a (on the imagery Straub 94f); 1 Cor 7:39 v.l.—The law is personified, as it were (Demosth. 43, 59; Aeschin. 1, 18; Herm. Wr. 12, 4 [the law of punishment]; IMagnMai 92a, 11 ὁ ν. συντάσσει; b, 16 ὁ ν. ἀγορεύει; Jos., Ant. 3, 274) J 7:51; Ro 3:19.
    a collection of holy writings precious to God’s people, sacred ordinance
    in the strict sense the law=the Pentateuch, the work of Moses the lawgiver (Diod S 40, 3, 6 προσγέγραπται τοῖς νόμοις ἐπὶ τελευτῆς ὅτι Μωσῆς ἀκούσας τοῦ θεοῦ τάδε λέγει τ. Ἰουδαίοις=at the end of the laws this is appended: this is what Moses heard from God and is telling to the Jews. ὁ διὰ τοῦ ν. μεταξὺ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διαστείλας θεός Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 3]; cp. Hippol., Ref. 7, 34, 1) τὸ βιβλίον τοῦ νόμου Gal 3:10b (cp. Dt 27:26). Also simply ὁ νόμος (Jos., Bell. 7, 162 ὁ ν. or 2, 229 ὁ ἱερὸς ν. of the holy book in a concrete sense) Mt 12:5 (Num 28:9f is meant); J 8:5; 1 Cor 9:8 (cp. Dt 25:4); 14:34 (cp. Gen 3:16); Gal 4:21b (the story of Abraham); Hb 9:19. ὁ ν. ὁ ὑμέτερος J 8:17 (cp. Jos., Bell. 5, 402; Tat. 40, 1 κατὰ τοὺς ἡμετέρους ν.). ἐν Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται 1 Cor 9:9. καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ κυρίου Lk 2:23 (γέγραπται ἐν νόμῳ as Athen. 6, 27, 23c; IMagnMai 52, 35 [III B.C.]; Mel., P. 11, 71; cp. Just., D. 8, 4 τὰ ἐν τῷ ν. γεγραμμένα); cp. vs. 24. ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ J 1:45 (cp. Cercidas [III B.C.], Fgm. 1, 18f Diehl2 [=Coll. Alex. p. 204, 29=Knox p. 196] καὶ τοῦθʼ Ὅμηρος εἶπεν ἐν Ἰλιάδι).—The Sacred Scriptures (OT) referred to as a whole in the phrase ὁ ν. καὶ οἱ προφῆται (Orig., C. Cels. 2, 6, 4; cp. Hippol., Ref. 8, 19, 1) the law (הַתּוֹרָה) and the prophets (הַנְּבִיאִים) Mt 5:17; 7:12; 11:13; 22:40; Lk 16:16; Ac 13:15; 24:14; 28:23; Ro 3:21b; cp. Dg 11:6; J 1:45. τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ ν. Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς Lk 24:44.
    In a wider sense=Holy Scripture gener., on the principle that the most authoritative part gives its name to the whole (ὁ ν. ὁ τοῦ θεοῦ Theoph. Ant. 1, 11 [p. 82, 15]): J 10:34 (Ps 81:6); 12:34 (Ps 109:4; Is 9:6; Da 7:14); 15:25 (Ps 34:19; 68:5); 1 Cor 14:21 (Is 28:11f); Ro 3:19 (preceded by a cluster of quotations fr. Psalms and prophets).—Mt 5:18; Lk 10:26; 16:17; J 7:49.—JHänel, Der Schriftbegriff Jesu 1919; OMichel, Pls u. s. Bibel 1929; SWesterholm, Studies in Religion 15, ’86, 327–36.—JMeinhold, Jesus u. das AT 1896; MKähler, Jesus u. das AT2 1896; AKlöpper, Z. Stellung Jesu gegenüber d. Mos. Gesetz, Mt 5:17–48: ZWT 39, 1896, 1–23; EKlostermann, Jesu Stellung z. AT 1904; AvHarnack, Hat Jesus das atl. Gesetz abgeschafft?: Aus Wissenschaft u. Leben II 1911, 225–36, SBBerlAk 1912, 184–207; KBenz, D. Stellung Jesu zum atl. Gesetz 1914; MGoguel, RHPR 7, 1927, 160ff; BBacon, Jesus and the Law: JBL 47, 1928, 203–31; BBranscomb, Jes. and the Law of Moses 1930; WKümmel, Jes. u. d. jüd. Traditionsged.: ZNW 33, ’34, 105–30; JHempel, D. synopt. Jesus u. d. AT: ZAW 56, ’38, 1–34.—Lk-Ac: JJervell, HTR 64, ’71, 21–36.—EGrafe, D. paulin. Lehre vom Gesetz2 1893; HCremer, D. paulin. Rechtfertigungslehre 1896, 84ff; 363ff; FSieffert, D. Entwicklungslinie d. paul. Gesetzeslehre: BWeiss Festschr. 1897, 332–57; WSlaten, The Qualitative Use of νόμος in the Pauline Ep.: AJT 23, 1919, 213ff; HMosbech, Pls’ Laere om Loven: TT 4/3, 1922, 108–37; 177–221; EBurton, ICC, Gal 1921, 443–60; PFeine, Theol. des NT6 ’34, 208–15 (lit.); PBenoit, La Loi et la Croix d’après S. Paul (Ro 7:7–8:4): RB 47, ’38, 481–509; CMaurer, D. Gesetzeslehre des Pls ’41; PBläser, D. Gesetz b. Pls ’41; BReicke, JBL 70, ’51, 259–76; GBornkamm, Das Ende d. Gesetzes ’63; HRaisänen, Paul and the Law2 ’87; PRichardson/SWesterholm, et al., Law in Religious Communities in the Rom. Period, ’91 (Torah and Nomos); MNobile, La Torà al tempo di Paolo, alcune ri-flessioni: Atti del IV simposio di Tarso su S. Paolo Apostolo, ed. LPadovese ’96, 93–106 (lit. 93f, n. 1).—Dodd 25–41.—B. 1358; 1419; 1421. DELG s.v. νέμω Ic. Schmidt, Syn. I 333–47. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > νόμος

  • 11 φείδομαι

    φείδομαι, Anacr.101, etc.: [tense] impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El. 716 after a diphth. at the end of the preceding line: [tense] fut.
    A

    φείσομαι Ar.Ach. 312

    (troch.), Pl.Ap. 31a, etc., [dialect] Ep.

    πεφῐδήσομαι Il.15.215

    , later [tense] fut. [voice] Pass. in med. sense φ<ε> ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): [tense] aor. 1

    ἐφεισάμην Sol.32.1

    , A.Th. 412, And.2.11, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3sg.

    φείσατο Il.24.236

    : [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf.

    πεφιδέσθαι 21.101

    : [tense] pf. part.

    πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59

    (in med. sense, D.C. 50.20); [dialect] Ep. imper.

    πεφίδησο IG14.1363.16

    ; part.

    πεφιδημένος Nonn. D.12.392

    :— spare:
    I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen.,

    Τρώων Il.21.101

    ;

    ἀνδρός 24.158

    , cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap. 31a;

    Ἰλίου Il.15.215

    ;

    Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr.

    l. c.;

    ἀπ' ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο A.Th. 412

    ;

    γῆς πατρίδος Sol.

    l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph. 749;

    μὴ φείδεσθε.. στρατοῦ Id.Aj. 844

    ;

    φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90

    , cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.
    II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202;

    πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op. 369

    ; φ. ὃν εἶχε βίον ( βίον by attraction to the relat.) Thgn.908;

    ἰδίᾳ μὲν τῶν < ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16

    ;

    φείδεσθε τοὐλαίου σφόδρα Pl.

    Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely,

    οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236

    ;

    μὴ φείδεο σίτου Hes.Op. 604

    ;

    θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    τᾶς ζωᾶς Id.15.5

    ;

    σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33

    ;

    φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68

    .

    ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41

    , cf. 39;

    φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El. 716

    ;

    οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1

    , cf. 7.1.29;

    οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11

    ;

    οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24

    ;

    οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13

    ;

    μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd. 78a

    : later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.
    2 abs., to be sparing, live thriftily,

    φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931

    ;

    τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας And.4.32

    ;

    οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172

    , cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl. 247, 553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι ) the un thrifty ones, Arist.HA 627a20: also

    ἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59

    ;

    πεφιδημένα δάκτυλα Nonn.D.12.392

    ; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.
    III have consideration for,

    τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b

    : with neg., pay no heed to,

    οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278

    (Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).
    IV draw back from, refrain from,

    θαλάσσας Alc.Supp.4.13

    (prob.);

    κελεύθου Pi.N.9.20

    ;

    κινδύνου X.Cyr.5.5.18

    ;

    τᾶς θήρας BionFr.10.12

    ; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24;

    φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς S.Aj. 115

    , cf. E.Med. 401, etc.;

    οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36

    (Istropolis, ii B.C.): (abs.,

    μὴ φείδεσθε E.Tr. 1285

    ;

    φείδου μηδέν Id.Hec. 1044

    ;

    μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35

    ): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or. 393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); also

    φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R. 574b

    ;

    τί φειδόμεσθα τῶν λίθων.. μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach. 319

    (troch.).
    V in LXX, with Preps.,

    φ. ἐπί τινι

    have mercy upon.., Je.

    15.5

    , 21.7;

    ἐπί τινα Id.28(51).3

    ; φ. περί τινος to keep one's hands off.., 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12);

    φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10

    ;

    ἀπό τινος 1 Ki.15.3

    , Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from [var] contr. [full] φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φείδομαι

  • 12 περί

    περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—
    A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)
    A WITH GENITIVE,
    I of Place, sts. in Poets, round about, around,

    τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68

    ;

    τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818

    (lyr., s.v.l.);

    εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129

    : rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.
    2 about near,

    π. σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα IG14.2508

    ([place name] Nemausus).
    II to denote the object about or for which one does something:
    1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;

    π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265

    ; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;

    π. σεῖο 3.137

    ;

    π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416

    ; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;

    π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245

    ; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;

    ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102

    ;

    νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191

    ; <

    τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74

    ; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;

    οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7

    ; and without a Verb,

    π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122

    ;

    π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44

    , cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;

    μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d

    ;

    ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437

    , cf. 639, Hdt.8.26 ;

    πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29

    ;

    π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95

    ; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;

    καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225

    , cf. 24.515.
    2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,

    π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17

    ;

    ἄχος π. τινός Od.21.249

    ;

    φόνου π. βουλεύειν 16.234

    ;

    φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36

    , etc.;

    κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621

    ;

    δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a

    , etc.;

    ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13

    ; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;

    βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69

    ;

    π. Μεθωναίων IG12.57.49

    ; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;

    μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36

    , cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.
    3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,

    π. νόστου ἄκουσα Od.19.270

    ;

    οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563

    ;

    π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191

    ;

    π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135

    , 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;

    λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22

    , etc.;

    λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b

    , etc.;

    ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48

    ; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;

    παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8

    ;

    ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82

    ;

    νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52

    , etc.;

    νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214

    .
    4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.
    5 about, in regard to,

    μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53

    ;

    οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117

    ;

    τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6

    ;

    τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5

    : in Prose freq. without a Verb,

    ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88

    ; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.
    III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,

    π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287

    ;

    π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375

    ;

    τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38

    ;

    ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325

    ;

    ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304

    ;

    π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108

    ;

    κρατερὸς π. πάντων Il.21.566

    , cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;

    π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279

    ;

    π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214

    ;

    π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289

    , cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.
    IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;

    π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89

    ;

    π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1

    ; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.
    V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;

    περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25

    ; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).
    B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),
    I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,

    ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21

    ;

    χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60

    ;

    δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241

    ;

    ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467

    ;

    κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17

    ;

    βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401

    : in Prose,

    π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61

    ;

    θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13

    ; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;

    π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e

    , etc.;

    χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245

    ;

    χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416

    ;

    πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648

    ; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;

    δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95

    ;

    κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317

    ;

    π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598

    ;

    μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453

    : rarely in Trag.,

    π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259

    (lyr.);

    κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240

    .
    2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,

    π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577

    ;

    ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441

    ;

    κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86

    ;

    π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570

    ;

    πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828

    ;

    αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303

    .
    3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,

    ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4

    ; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;

    π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039

    .
    II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),

    π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471

    ;

    μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245

    ;

    π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568

    ;

    ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2

    ;

    π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a

    ;

    π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34

    codd.;

    κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6

    .
    2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),

    π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566

    ;

    ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240

    , cf. 11.557;

    δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60

    , cf. 74, 119, Ar.Eq.27;

    θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d

    , cf. Tht. 148c;

    π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54

    .
    3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;

    μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101

    ;

    π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33

    ;

    π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69

    : in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);

    π. χάρματι h.Cer. 429

    :—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.
    C WITH ACCUSATIVE,
    I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;

    π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13

    ;

    π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162

    ; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;

    ἐρύσας π. σῆμα 24.16

    , cf. 51, etc.;

    π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139

    ;

    π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362

    : also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;

    λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519

    ;

    μάρνασθαι π. ἄ. 6.256

    , etc.;

    φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303

    ; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;

    σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25

    , cf. Od.18.67: in Prose,

    ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22

    ;

    φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9

    ; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;

    εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4

    ; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;

    ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23

    ; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;

    οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e

    ;

    στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18

    : strengthd.,

    π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760

    ;

    π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848

    ; cf. ἀμφί c. 1.2.
    2 of persons who are about one,

    ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22

    ; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,

    οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63

    ; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.
    3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;

    γενέσθαι Isoc.3.12

    ; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;

    ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6

    ;

    διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11

    , etc.: less freq.

    ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28

    , Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;

    οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8

    ; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.
    4 round or about a place, and so in,

    π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368

    , cf. 90;

    ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439

    ; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;

    χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61

    , cf. 7.131;

    εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d

    , etc.; οἱ

    π. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12

    , etc.
    5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;

    εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a

    ;

    ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10

    ;

    ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20

    ;

    ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10

    ;

    ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696

    ;

    τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21

    ;

    οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102

    ; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;

    τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76

    ;

    καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b

    ;

    π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20

    ; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,

    αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20

    ;

    ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2

    ;

    ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b

    : generally, of all relations, about, concerning, in respect of,

    π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93

    , cf. 8.86;

    πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d

    ;

    ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42

    ; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;

    ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84

    ; as to (cf. A. 11.5),

    π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c

    , cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;

    οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d

    ;

    αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e

    ; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;

    ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19

    : in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;

    τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a

    ;

    τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d

    ;

    τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23

    , etc.; cf. ἀμφί c.1.4.
    II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;

    π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89

    , etc.
    2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;

    π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5

    , etc.
    D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,

    ἄστυ πέρι Il.22.173

    ;

    ἔριδος πέρι 16.476

    : most freq. with gen.,

    τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630

    ;

    τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248

    , etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,

    σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36

    ;

    σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a

    ;

    δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a

    , etc.;

    γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι Id.Lg. 809e

    , cf. Ap. 19c.
    E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,

    γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362

    , al.: strengthd.,

    περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο

    round about,

    h.Cer.276

    , cf. Call.Hec.1.1.13.
    2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,

    π. κῆρι φίλησε Il.13.430

    , etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);

    ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53

    ; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;

    π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206

    ; also

    π. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157

    ;

    π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433

    ;

    ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70

    , cf. Od.14.146;

    π. σθένεϊ Il.17.22

    .
    4 περὶ κάτω bottom upwards,

    δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34

    , cf. Phot.;

    τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34

    .
    F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.
    I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
    II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.
    III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.
    IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.
    V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).
    G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (

    περ' ἰγνύσι h.Merc. 152

    ); once in Hes.,

    περίαχε Th. 678

    (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;

    περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242

    ;

    περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27

    H.; also in Pi.,

    περάπτων P.3.52

    ;

    περόδοις N.11.40

    ;

    περιδαῖος Fr. 154

    ;

    περ' αὐτᾶς P.4.265

    ;

    ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38

    : not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περί

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …   Dictionary of Greek

  • Иоанникий Лихуд — Иеромонах, родом Грек; предки его были Князья, жившие в Константинополе еще до пленения его Турками. Один из них, Константин Лихуд, с 1059 по 1064 год был Константинопольским Патриархом. Потомки их по пленении Константинополя переехали в… …   Большая биографическая энциклопедия

  • Капсас, Стаматиос — Бюст Стаматиоса Капсаса при юго восточном въезде в Фессалоники. Там где фессалоникийцы ждали его как освободителя (но освобождение состоялось 91 годами позже) Стаматиос Капсас или Хапсас (греч …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»