Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπομάζιος

См. также в других словарях:

  • ὑπομάζιος — under the breast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ὑπομάζιον — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc sg ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαζίοις — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαζίου — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαζίους — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαζίων — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαζίῳ — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομάζια — ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • υπομαζίδιος — ον, ΜΑ υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»