-
1 υπομάζιος
-
2 ὑπομάζιος
-
3 ὑπομάζιος
ὑπομάζιος, ον,A under the breast, sucking,μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2
; also as v.l. for ὑπομάσθιος (q. v.).II τὸ ὑ. waist-band,ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25
(unless Adj. with φλυαρίαν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομάζιος
-
4 υπομάζιον
ὑπομάζιοςunder the breast: masc /fem acc sgὑπομάζιοςunder the breast: neut nom /voc /acc sg -
5 ὑπομάζιον
ὑπομάζιοςunder the breast: masc /fem acc sgὑπομάζιοςunder the breast: neut nom /voc /acc sg -
6 υπομαζίοις
-
7 ὑπομαζίοις
-
8 υπομαζίου
-
9 ὑπομαζίου
-
10 υπομαζίους
-
11 ὑπομαζίους
-
12 υπομαζίω
-
13 ὑπομαζίῳ
-
14 υπομαζίων
-
15 ὑπομαζίων
-
16 υπομάζια
-
17 ὑπομάζια
-
18 ὑπομάσθιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομάσθιος
См. также в других словарях:
ὑπομάζιος — under the breast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… … Dictionary of Greek
ὑπομάζιον — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc sg ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαζίοις — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαζίου — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαζίους — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαζίων — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαζίῳ — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομάζια — ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
υπομαζίδιος — ον, ΜΑ υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] … Dictionary of Greek