-
1 υπομαζίων
-
2 ὑπομαζίων
-
3 ὑπομάζιος
ὑπομάζιος, ον,A under the breast, sucking,μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2
; also as v.l. for ὑπομάσθιος (q. v.).II τὸ ὑ. waist-band,ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25
(unless Adj. with φλυαρίαν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομάζιος
См. также в других словарях:
ὑπομαζίων — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)