-
1 υπομάζια
-
2 ὑπομάζια
-
3 προσαράσσω
A dash against,τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34
/5.2.12;πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.AJ14.13.10
; π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, slam the door in one's face, Luc.DMeretr. 15.2, Nav.22; esp. of shipwreck,π. ναῦς σκοπέλοις Plu.Marc.15
;τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.VH2.47
;ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47
; π. τὰς ναῦς wreck them, Philostr.VA4.32; shatter,τὸν οὐρανόν Iamb.Myst.6.5
:— [voice] Pass., to be dashed against,αἱμασιαῖς Ph.2.123
;τῷ λιθοστρώτῳ J.BJ 6.3.2
;τῇ γῇ Ael.NA12.21
;ταῖς πέτραις Alciphr.1.1
: also intr. in [voice] Act.,ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαράσσω
См. также в других словарях:
ὑπομάζια — ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)