-
1 ὑπο-μάσθιος
ὑπο-μάσθιος, = ὑπομάζιος, zw.
-
2 ὑπομάσθιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομάσθιος
См. также в других словарях:
προσμάσθιος — ον, Α (για βρέφος) αυτός που βρίσκεται στην ηλικία τού θηλασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μασθός άλλος τ. τού μαστός* (πρβλ. υπο μάσθιος)] … Dictionary of Greek