-
1 ὑπο-τίτθιος
ὑπο-τίτθιος, und ὑπότιτθος, wie ὑπομάζιος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend, Sp.
-
2 ὑποτίτθιος,
ὑπο-τίτθιος, u. ὑπότιτθος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend -
3 ὑπότιτθος
ὑπο-τίτθιος, u. ὑπότιτθος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend
См. также в других словарях:
ορθοτίτθιος — ὀρθοτίτθιος και ὀρθότιτθος, ον (ΑΜ) (για γυναίκα) αυτή τής οποίας οι μαστοί προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τίτθιος / τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπο τίτθιος / υπό τιτθος] … Dictionary of Greek