Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑποδιαστολή

См. также в других словарях:

  • ὑποδιαστολῇ — ὑποδιαστολή slight stop fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαστολή — slight stop fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδιαστολή — η / ὑποδιαστολή, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. διαχωριστικό σημείο με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από άλλη ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό ότι από το αναφορικό ό,τι νεοελλ. μαθημ. ειδικό γραπτό σημείο σαν το κόμμα, που… …   Dictionary of Greek

  • υποδιαστολή — η 1. κόμμα που διαχωρίζει τις συλλαβές μιας λέξης, για να διακρίνεται αυτή από άλλη ομώνυμη της (π.χ. ό,τι ότι). 2. το κόμμα που διαχωρίζει τους δεκαδικούς αριθμούς (π.χ. 12,4) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποδιαστολαῖς — ὑποδιαστολή slight stop fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαστολαί — ὑποδιαστολή slight stop fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαστολῆς — ὑποδιαστολή slight stop fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαστολήν — ὑποδιαστολή slight stop fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

  • κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …   Dictionary of Greek

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»