-
1 υποδιαστολή
-
2 ὑποδιαστολῇ
-
3 υποδιαστολή
-
4 ὑποδιαστολή
-
5 υποδιαστολη
-
6 υποδιαστολή
η запятая -
7 ὑποδιαστολή
ὑποδια-στολή, ἡ,A slight stop, between words in speaking or reading, Quint.Inst.11.3.35.II mark to divide words from one another (most Greek writing being continuous), e. g. ἔστιν, ἄξιος to distinguish it from ἔστι Νάξιος, Ps.-D.T.674, Sch.D.T.p.24H., al., Eust.701.56, 1465.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδιαστολή
-
8 ὑποδιαστολή
ὑπο-δια-στολή, ἡ, kleinere Trennung, bes. der Wörter im Sprechen. Dah. (a) ein kleines Interpunktionszeichen, Komma, Kolon; (b) ein Lesezeichen, wodurch die Silben eines Wortes ein wenig getrennt werden, um die Verwechslung mit einem anderen gleichlautenden zu vermeiden, z. B. ὅ, τι u. ὅτι, Gramm -
9 υποδιαστολή
virgül -
10 δια-στολή
δια-στολή, ἡ, 1) das Auseinanderziehen, Ausdehnen, Medic.; Ggstz συστολή, Plut. plac. phil. 4, 22; bei Gramm. Dehnung einer von Natur kurzen Sylbe. – 2) die Trennung, Scheidung, Plut. Nic. 19; vgl. Cic. 1 ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινὸς διαστολὴν ἀμβλεῖαν εἶχεν, ὥσπερ ἐρεβίνϑου διαφυήν. – Bei den Gramm., wie ὑποδιαστολή, Unterscheidungszeichen; auch = Interpunction. Dah. – 3) deutliche Auseinandersetzung, genaue Erzählung, Pol. 3, 7 u. öfter; μετὰ διαστολῆς ποιεῖσϑαι τὴν ἐξήγησιν, entgeggstzt ἐπικεφαλαιοῦσϑαι, 2, 40.
-
11 ὑπο-συ-στολή
ὑπο-συ-στολή, ἡ, = ὑποδιαστολή (?).
-
12 υποδιαστολής
-
13 ὑποδιαστολῆς
-
14 υποδιαστολαίς
-
15 ὑποδιαστολαῖς
-
16 υποδιαστολαί
-
17 ὑποδιαστολαί
-
18 υποδιαστολήν
-
19 ὑποδιαστολήν
-
20 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποδιαστολῇ — ὑποδιαστολή slight stop fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδιαστολή — slight stop fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδιαστολή — η / ὑποδιαστολή, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. διαχωριστικό σημείο με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από άλλη ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό ότι από το αναφορικό ό,τι νεοελλ. μαθημ. ειδικό γραπτό σημείο σαν το κόμμα, που… … Dictionary of Greek
υποδιαστολή — η 1. κόμμα που διαχωρίζει τις συλλαβές μιας λέξης, για να διακρίνεται αυτή από άλλη ομώνυμη της (π.χ. ό,τι ότι). 2. το κόμμα που διαχωρίζει τους δεκαδικούς αριθμούς (π.χ. 12,4) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποδιαστολαῖς — ὑποδιαστολή slight stop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδιαστολαί — ὑποδιαστολή slight stop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδιαστολῆς — ὑποδιαστολή slight stop fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδιαστολήν — ὑποδιαστολή slight stop fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek