Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπηρετ-έω

См. также в других словарях:

  • ηγετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη. επίρρ... ηγετικά και ώς με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»