-
1 υπηρεσία
ὑπηρεσίᾱ, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem nom /voc /acc dualὑπηρεσίᾱ, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑπηρεσίαι, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem nom /voc plὑπηρεσίᾱͅ, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 υπηρεσια
ἥ1) судовой экипаж ( матросы и гребцы) Dem.2) гребной состав, гребцы Dem.3) матросский состав Thuc.4) низший чиновник, служитель Plat.5) служение, служба(ἰατρικέ ὑ., ἥ ὑ. τοῖς θεοῖς Plat.)
6) биол. функция, работа(αἱ ὑπηρεσίαι κινητικαί Arst.)
-
3 υπηρέσια
-
4 ὑπηρέσια
-
5 ὑπηρεσία
ὑπηρεσία, ας, ἡ (fr. ὑπηρέτης, cp. ὑπηρετέω; orig. a ‘body of rowers, ship’s crew’, then ‘service’ in gener.: Thu., Aristoph.+; Ael. Aristid. 28, 81 K.=49 p. 518 D.: ἡ τῷ θεῷ ὑπ.; Epict. 3, 24, 114: to God; ins, pap, LXX; TestJob 10:7; 15:1; ViDa 1 [p. 76, 13 Sch.]; SJCh 107, 7; Philo; Jos., Ant. 16, 184; Just., D. 131, 2; Tat. 17:3) service of Moses bringing judgment on Egypt 1 Cl 17:5; in satire: of earthenware used πρὸς τὴν ἀτιμοτάτην ὑπηρεσίαν for the lowliest service Dg 2:2.—DELG s.v. ὑπηρέτης. -
6 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
-
7 ὑπηρεσία
Βλ. λ. υπηρεσία -
8 ὑπηρεσίᾳ
Βλ. λ. υπηρεσία -
9 ὑπηρεσία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-1-2=3 Jb 1,3; Wis 13,11; 15,7service Wis 13,11; domestic personnel (coll.) Jb 1,3 Cf. LARCHER 1985, 778; →PREISIGKE -
10 υπηρεσία
[ипирэсиа] ουσ θ служба, услужение, обслуживание. -
11 ὑπηρεσία
A body of rowers, ship's crew,οἵ τε ναῦται καὶ οἱ ἐπιβάται καὶ ἡ ὑ. D.50.30
, cf. 10,25,al.; ὑ. κρατίστην ἐμισθωσάμην ib.7;εἶχον κυβερνήτην Φαντίαν.., παρεσκευασάμην δὲ καὶ τὸ πλήρωμα πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὴν ἄλλην ὑ. ἀκόλουθον Lys.21.10
;κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑ. πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη Ἑλλάς Th.1.143
;τῆς ἄλλης ὑ. IG12.98.22
;χρεία πλοίων ἐστὶ καὶ τῆς κατὰ θάλατταν ὑ. Plb.5.109.1
: pl., crews, Th.6.31, 8.1, Isoc.4.142; pl. of naval equipment, [ναῦς] εὖ ταῖς ὑ. ἐξηρτυμένη Plb.1.25.3
;ἡ θρὶξ [τῶν αἰγῶν] ἀναγκαία.. εἰς ναυτικὰς ὑπηρεσίας Gp.18.9.3
.II generally, service,δουλεία καὶ ὑ. Ar.V. 602
(anap.);ἰατρικὴ ὑ. Pl.Lg. 961e
;αἱ σωματικαὶ ὑ. Arist.Pol. 1259b26
; μόρια τὰ πρὸς ταύτην τὴν ὑ. (sc. πορεύεσθαι) Id.Juv. 468a19;αἱ ὑ. αἱ ἔξωθεν κινητικαί Id.PA 684b33
;τέχναι καὶ γοητεῖαι καὶ ὅλως ὑ. τινές
all kinds of service,D.
Prooem.52 (s. v.l., deceptions seems to be the sense);πᾶσαν λειτουργίαν καὶ ὑ. ἐκτελεῖν CIG2786
([place name] Aphrodisias);παρέχειν τι εἰς ὑ. τινί Pl.Lg. 717c
;ἡ ἐμὴ τῷ θεῷ ὑ. Id.Ap. 30a
;τίς αὕτη ἡ ὑ. ἐστὶ τοῖς θεοῖς; Id.Euthphr. 14d
;τὰς ἐκείνων ὑ. εἰς αὑτόν Id.Lg. 729d
, cf. Arist. EN 1158a17;ἄλλας ὑ. ὑποστάντα τῇ πόλει IG4.609
([place name] Argos), cf. 12(5).946.23 (Tenos, i/ii A. D.), CIG 2767 ([place name] Aphrodisias), etc.2 in concrete sense, in pl., the class of servants or attendants, Pl.Lg. 956e, Ep. 350a, cf. IG5(1).1390.98 (Andania, i B. C.): also in sg., retinue, LXX Jb.1.3, OGI139.8 (Philae, ii B. C.); of shop-assistants, Sardis7(1).168 (iv A. D.).3 ὑ. σοι παντελὴς.. κεραμίων 'a dinner- service', Axionic.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπηρεσία
-
12 ὑπηρεσία
ὑπ-ηρεσία, ἡ, eigtl. der Dienst der Ruderer u. Matrosen; plur. αἱ ὑπηρεσίαι, die Gesamtheit der Matrosen, die Schiffsmannschaft. Übh. jede schwere Handlangerarbeit, mühsamer Dienst, u. allgem. jede Dienstleistung; plur. die ganze dienende Menschenklasse, in Athen auch die untergeordneten Staatsdienste, welche für Lohn verwaltet wurden, im Ggstz der unbesoldeten ἀρχαί -
13 υπηρεσία
hizmet, görev -
14 υπηρεσία
1) agency2) serviceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπηρεσία
-
15 υπηρεσίας
ὑπηρεσίᾱς, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem acc plὑπηρεσίᾱς, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ὑπηρεσίας
ὑπηρεσίᾱς, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem acc plὑπηρεσίᾱς, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 υπηρεσίαι
ὑπηρεσίαbody of rowers: fem nom /voc plὑπηρεσίᾱͅ, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ὑπηρεσίαι
ὑπηρεσίαbody of rowers: fem nom /voc plὑπηρεσίᾱͅ, ὑπηρεσίαbody of rowers: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 υγειονομικός
η, ό[ν] медицинский; санитарный;υγειονομικός σταθμός — санчасть; — медпункт;
υγειονομική υπηρεσία — медицинская служба;
η στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία — военно-санитарная служба;
υγειονομικά όργανα — органы здравоохранения;
υγειονομικό αυτοκίνητο — санитарная машина;
υγειονομικός ιατρός — санитарный врач;
περνώ από υγειονομική επιτροπή — проходить медицинскую комиссию
-
20 υπηρεσίαν
См. также в других словарях:
ὑπηρεσία — ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc/acc dual ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
υπηρεσία — η 1. εργασία που αναλαμβάνει υπηρέτης, στρατιωτικός, δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς και η εκτέλεσή της: Ώρες υπηρεσίας. 2. το σύνολο των λειτουργιών ενός κράτους ή άλλης οργάνωσης ή το σύνολο των λειτουργιών ορισμένου κλάδου: Δημόσια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρεσίᾳ — ὑπηρεσίαι , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέσια — ὑπηρέσιον cushion on a rower s bench neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού — (ΓΥΣ). Υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας η οποία έχει σκοπό την εξυπηρέτηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και των πολιτών, με την παροχή γεωγραφικών δεδομένων. Η ΓΥΣ ιδρύθηκε το 1889 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη με την ονομασία… … Dictionary of Greek
ὑπηρεσίας — ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem acc pl ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρεσίαι — ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρεσίαν — ὑπηρεσίᾱν , ὑπηρεσία body of rowers fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρεσιῶν — ὑπηρεσία body of rowers fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)