Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπηρεσία

См. также в других словарях:

  • ὑπηρεσία — ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc/acc dual ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η 1. εργασία που αναλαμβάνει υπηρέτης, στρατιωτικός, δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς και η εκτέλεσή της: Ώρες υπηρεσίας. 2. το σύνολο των λειτουργιών ενός κράτους ή άλλης οργάνωσης ή το σύνολο των λειτουργιών ορισμένου κλάδου: Δημόσια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπηρεσίᾳ — ὑπηρεσίαι , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέσια — ὑπηρέσιον cushion on a rower s bench neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού — (ΓΥΣ). Υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας η οποία έχει σκοπό την εξυπηρέτηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και των πολιτών, με την παροχή γεωγραφικών δεδομένων. Η ΓΥΣ ιδρύθηκε το 1889 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ὑπηρεσίας — ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem acc pl ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσίαι — ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσίαν — ὑπηρεσίᾱν , ὑπηρεσία body of rowers fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσιῶν — ὑπηρεσία body of rowers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»