-
21 заведующий
ο διευθυντής, ο διαχειριστής, о υπεύθυνος, ο προϊστάμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заведующий
-
22 ответственный
ответственн||ыйприл1. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος/ юр. δοσίλογος:\ответственныйый работник ὁ ὑπεύθυνος ὑπάλληλος· \ответственныйый редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης·2. ^важный) σπουδαίος, σοβαρός^ \ответственныйый момент ἡ σοβαρή στιγμή· \ответственныйая задача τό σοβαρό καθήκον. -
23 υπευθύνω
ὑπευθύ̱νω, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem /neut nom /voc /acc dualὑπευθύ̱νω, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ὑπευθύ̱νῳ, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem /neut dat sg -
24 ответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. υπεύθυνος• υπόλογος•-ое лицо за выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρωση του πλάνου•
ответственный редактор υπεύθυνος συντάκτης•
человек, ответственный за сохранение порядка άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
2. πολύ σοβαρός ή σπουδαίος•-ая работа υπεύθυνη δουλειά•
-ое поручение εντολή μεγάλης σπουδαότητας.
-
25 нести
нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες* * *1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω3) ( терпеть) υφίσταμαιнести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη
нести́ убы́тки — ζημιώνω
нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες
-
26 ответственный
-
27 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
28 υπευθύνως
ὑπευθύ̱νως, ὑπεύθυνοςliable to give account for: adverbialὑπευθύ̱νως, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem acc pl (doric) -
29 ὑπευθύνως
ὑπευθύ̱νως, ὑπεύθυνοςliable to give account for: adverbialὑπευθύ̱νως, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem acc pl (doric) -
30 υπεύθυνον
ὑπεύθῡνον, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem acc sgὑπεύθῡνον, ὑπεύθυνοςliable to give account for: neut nom /voc /acc sg -
31 ὑπεύθυνον
ὑπεύθῡνον, ὑπεύθυνοςliable to give account for: masc /fem acc sgὑπεύθῡνον, ὑπεύθυνοςliable to give account for: neut nom /voc /acc sg -
32 отвечать
ρ.δ.1. βλ. ответить.2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•
отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•
дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.
3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•
отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•
отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.
-
33 старший
επ., υπερθ. β. старейший.1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•старший брат μεγαλύτερος αδερφός•
-ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•
старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•
-ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.
|| παλιός, πρότερος, προγενέστερος.2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•-ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•
мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•
офицер αρχαιότερος αξιωματικός.
4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.
5. ανώτερος, μεγαλύτερος•-ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.
-
34 Liable
adj.Liable for the security: P. τῆς ἐγγύης ὑπόδικος.Be liable for: P. and V. ἐνέχεσθαι (dat.) (Eur., Or. 516).Liable to, accountable to: P. ὑπεύθυνος (dat.), ἔνοχος (dat.), ὑπόδικος (dat.).Liable to tribute: P. ὑποτελὴς φοροῦ.Liable to punishment: P. ζημία ἔνοχος.Be liable to: P. and V. ἐνέχεσθαι (dat.).Be liable to (states of feeling, elc.), v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Men's natures are liable to confusion: V. ἔχουσι γὰρ ταραγμὸν αἱ φύσεις βροτῶν (Eur.. El. 368).If a man envies or indeed fears us ( for superiority is liable to be the target of both passions)...: P. εἴ τις φθονεῖ ἢ καὶ φοβεῖται, ἀμφότερα γὰρ τάδε πάσχει τὰ μείζω... (Thuc. 6, 78).Large armies are liable to be seized by unaccountable panics: P. φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἀσαφῶς ἐκπλήγνυσθαι (Thuc. 4. 125).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liable
-
35 ἀν-εύθῡνος
ἀν-εύθῡνος ( εὐϑύνη), 1) keiner Prüfung unterworfen, nicht rechenschaftspflichtig, unumschränkt, τῇ μουναρχίῃ ἔξεστι ἀνευϑύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Her. 3, 80; dem ὑπεύϑυνος entgegenstehend, Thuc. 3, 43; Luc. abd. 22. – 2) der nicht zur Untersuchung gezogen zu werden braucht, unschuldig, Arist. pol. 2, 9; ἁμαρτημάτων Luc. Nigr. 9, frei von Fehlern.
-
36 ὑπό-δικος
ὑπό-δικος, verklagt, schuldig, τινός, Aesch. Eum. 252 ὑπόδικος ϑέλει γενέσϑαι χερῶν, er will sich Recht sprechen lassen; dem ὑπεύϑυνος entsprechend, Andoc. 4, 31; Lys. 10, 9; τῆς κακώσεως Is. 8, 33; ψευδομαρτυριῶν ὑπόδικον ποιεῖν τινα Dem. 29, 16; τῆς ἐγγύης 33, 29; ὑπόδικος τῷ παϑόντι ἔστω 2, 10 im Gesetz; τῶν διπλασίων ὑπόδικος ἔστω τῷ βλαφϑέντι Plat. Legg. VIII, 846 b; ὑπόδικος ἀσεβείας γενέσϑω τῷ ἐϑέλοντι 868 d, u. sonst, wie Sp., z. B. Luc. Phalar. 2, 13.
-
37 ὑπ-εύθῡνος
ὑπ-εύθῡνος, rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; ἀρχή, im Gegensatz von μουναρχίη, Her. 3, 80, wie Aesch. τραχὺς μόναρ-χος, οὐδ' ὑπεύϑυνος κρατεῖ, Prom. 324; ὑπ. πόλει Pers. 209; παραίνεσις, Thuc. 3, 43; im Heliasteneide, Dem. 24, 150. Ueberh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr, τὸ δούλων σῶμα ὑπεύϑυνον τῶν ἀδικημάτων id. 24, 167; auch = schuldig, τινός, Antiph. 6, 43; Luc. salt. 27; – τινί, unterworfen, τιμωρίᾳ Lycurg. 148, κινδύνῳ 129; vgl. Dem. 18, 189; τῷ συκοφάντῃ Aesch. 2, 170.
-
38 ανυπευθυνος
2неподотчетный, (ни перед кем) не ответственный, бесконтрольный, неограниченный(ἄρχων Plat.; μοναρχία Arst.; δυναστεῖαι Plut.)
ἀ. δρᾶν τι Arph. — поступать по своему личному произволу -
39 концертмейстер
муз. 1. (руководитель группы исполнителей в оркестре) о υπεύθυνος/μαέστρος της ομάδας μουσικών/χορωδίας στην ορχήστρα 2. (пианист-аккомпаниатор, разучивающий партии с певцами) о συνοδός της συναυλίαςο ακο-μπανίστας (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концертмейстер
-
40 проект
1. (совокупность технической документации, разработанный план) η μελέτ/η, το σχεδιογράφημα 2. (предварительный план, черновой вариант) το προσχέδι/ο, η προμελέτηрабочий - (здания сооружения) το σύνολο κατασκευαστικών σχεδίων και μελετών3. (план, замысел) το σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проект
См. также в других словарях:
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεύθυνος — ὑπεύθῡνος , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ответственный — • Ύπεύθυνος (ответственный). Действительные государственные чиновники (α̉ρχαί) в Афинах были ответственны перед высшим правительством, в противоположность подчиненные (υ̉πηρέται); эта ответственность перед ευ̉θύναι и λογισταί была… … Реальный словарь классических древностей
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek