Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υφίσταμαι

  • 1 υφίσταμαι

    ὑφίστημι
    place: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > υφίσταμαι

  • 2 ὑφίσταμαι

    ὑφίστημι
    place: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ὑφίσταμαι

  • 3 υφίσταμαι

    (αόρ. υπέστην) 1. μετ.
    1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);

    υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;

    υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;

    υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;
    πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;

    αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;

    2) быть действительным, иметь силу;

    αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υφίσταμαι

  • 4 ὑφίσταμαι

    ὑφ|ίσταμαι ['подставляться'] 1. брать на себя (напр., риск); 2. браться, обещать

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > ὑφίσταμαι

  • 5 υφίσταμαι

    [ифистамэ] р. {пав.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υφίσταμαι

  • 6 υφίσταμαι

    [ифистамэ] ρ {пав.

    Эллино-русский словарь > υφίσταμαι

  • 7 υφίσταμαι

    undergo

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υφίσταμαι

  • 8 undergo

    υφίσταμαι

    English-Greek new dictionary > undergo

  • 9 нести

    нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες
    * * *
    1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω
    2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω
    3) ( терпеть) υφίσταμαι

    нести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη

    нести́ убы́тки — ζημιώνω

    нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες

    Русско-греческий словарь > нести

  • 10 нести

    нес||ти́
    несов
    1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:
    \нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·
    2. (гнать, мчать) φέρνω:
    по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·
    3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:
    \нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·
    4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:
    \нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην
    5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:
    \нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·
    6. безл (пахнуть):
    оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·
    7. безл (дуть):
    \нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·
    8. (о птицах):
    \нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες;

    Русско-новогреческий словарь > нести

  • 11 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 12 убыток

    1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμο
    застраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψεις
    нести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -
    - при разгрузке - κατά την εκφόρτωση 2 (превышение расхода над приходом) το έλλειμμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток

  • 13 наказание

    наказание с η τιμωρία, η ποινή* понести \наказание υφίσταμαι τιμωρία
    * * *
    с
    η τιμωρία, η ποινή

    понести́ наказа́ние — υφίσταμαι τιμωρία

    Русско-греческий словарь > наказание

  • 14 подвергаться

    подвергать||ся
    ὑποβάλλομαι; ὑφίσταμαι, ὑπόκειμαι εἰς...:
    \подвергатьсяся насмешкам γίνομαι ἀντικείμενο ἐμπαιγμών· \подвергатьсяся опасности διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω· \подвергатьсяся оскорблению ὑφίσταμαι προσβολἡν.

    Русско-новогреческий словарь > подвергаться

  • 15 претерпевать

    претерпевать
    несов, претерпеть сов
    1. (переносить) τραβώ, ὑποφέρω, ὑπομένω, περνώ:
    \претерпевать лишения περνώ στερήσεις·
    2. (подвергаться) ὑφίσταμαι, παθαίνω:
    \претерпевать изменения ὑφίσταμαι ἀλλαγές.

    Русско-новогреческий словарь > претерпевать

  • 16 δοκιμασία

    η
    1) проверка; испытание, проба; 2) испытание, экзамен;

    εισιτήριος δοκιμασία — вступительный экзамен;

    υφίσταμαι δοκιμασία — или διατελώ υπό δοκιμασίαν — держать экзамен, подвергаться испытанию;

    3) испытание, беда, несчастье; мытарство;

    υφίσταμαι δοκιμασίες — подвергаться испытаниям, терпеть невзгоды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δοκιμασία

  • 17 προσβολή

    η
    1) оскорбление, обида;

    βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;

    προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);

    υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;

    ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;

    καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;

    αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;

    τί προσβολ! — какое оскорбление!;

    2) атака, нападение;

    υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;

    3) воен, поражение (цели);
    4) мед. поражение;

    η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);

    5) мед. приступ, атака;

    καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;

    εγκεφαλική προσβολ — инсульт;

    6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);

    η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;

    7) галоп (лошади)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσβολή

  • 18 подвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•

    -наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•

    критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•

    -обсуждению βάζω υπο συζήτηση•

    подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•

    подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•

    подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.

    υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•

    подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•

    насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•

    подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•

    подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвергнуть

  • 19 потерпеть

    ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ..потерпевший.
    1. υπομένω, κάνω υπομονή, ανέχομαι βαστώ, κρατώ•

    я не -шло таких беспорядков δε θα ανεχτώ τέτοια ακαταστασία•

    его уговаривали потерпеть τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή.

    2. δοκιμάζω, υφίσταμαι, παθαίνω•

    потерпеть неудачу υφίσταμαι αποτυχία (αποτυχαίνω)•

    потерпеть кораблекрушение παθαίνω ναυάγιο (ναυαγώ), καραβοτσακίζομαι.

    || παλ. διώκομαι, καταδιώκομαι• υποφέρω•

    потерпеть за правду καταδιώκομαι για την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > потерпеть

  • 20 ὑπό-στατος

    ὑπό-στατος, adj. verb. von ὑφίστημι, ὑφίσταμαι, untergestellt, τὸ ὑπόστατον, das Untergestell, der Untersatz, = ὑποστάτης, Paus. 10, 26, 2; – erträglich, ἄλγος οὐχ ὑπόστατον Eur. Suppl. 737.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὑπό-στατος

См. также в других словарях:

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»