-
61 ὑπεύθυνοι
-
62 conductor
1) (a thing that conducts heat or electricity: Copper is a good conductor of heat.) αγωγός2) (a director of an orchestra, choir etc.) διευθυντής3) ((feminine conductress) a person who collects fares on a bus etc: a bus conductor.) εισπράκτορας4) ((American) a guard on a train.) υπεύθυνος αμαξοστοιχίας -
63 doer
noun (a person who does something: an evildoer; a doer of good deeds.) υπεύθυνος -
64 in charge of
(responsible for: I'm in charge of thirty men.) υπεύθυνος, επικεφαλής -
65 tender
1) (a person who looks after something: a bartender.) φροντιστής, υπεύθυνος2) (a small boat which carries stores or passengers to and from a larger boat.) εφοδιοφόρο, βοηθητικό σκάφος -
66 whip
[wip] 1. noun1) (a long cord or strip of leather attached to a handle, used for punishing people, driving horses etc: He carries a whip but he would never use it on the horse.) μαστίγιο2) (in parliament, a member chosen by his party to make sure that no one fails to vote on important questions.) βουλευτής υπεύθυνος για την κομματική πειθαρχία2. verb1) (to strike with a whip: He whipped the horse to make it go faster; The criminals were whipped.) μαστιγώνω2) (to beat (eggs etc).) χτυπώ3) (to move fast especially with a twisting motion like a whip: Suddenly he whipped round and saw me; He whipped out a revolver and shot her.) στρίβω απότομα, τραβώ ξαφνικά•- whiplash- whipped cream
- whip up -
67 ответственный
[ατβιέτστβιννυΐ] εκ. υπεύθυνος -
68 ответственный
[ατβιέτστβιννυΐ] εκ. υπεύθυνος -
69 ответственный
[ατβιέτστβιννυϊ] επ υπεύθυνος -
70 ответственный
[ατβιέτστβιννυϊ] επ υπεύθυνος -
71 артельщик
-а α.1. συνεταιριστής, μέλος του συνεταιρισμού.2. υπεύθυνος, συνεταιριστικό στέλεχος. -
72 движенец
-нцаυπεύθυνος μεταφορών. -
73 завуч
-а α. (заведующий учебной частью) υποδιευθυντής σχολείου, υπεύθυνος του διδακτικού τομέα. -
74 квартирмейстер
-а α. (στρατ.) ο υπεύθυνος καταλυμάτων χαι εφοδιασμού. -
75 квартирьер
-а α.υπεύθυνος αναζήτησης καταλυμάτων. -
76 классный
επ.1. της τάξης•-ая доска πίνακας της τάξης•
классный руководитель ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης.
2. της κατηγορίας, του βαθμού. || υψηλού επιπέδου•-ая игра παιγνίδι των άσσων•
классный удар ισχυρότατο σουτ.
εκφρ.классный вагон – επιβατικό βαγόνι•- ая дама – παλ. δασκάλα παρθεναγωγείου. -
77 линейный
επ.1. γραμμικός. || γραμμοειδής, γραμμωτός.2. συνοριακός, μεθοριακός.3. παλ. μάχιμος•-ое войско στράτευμα μάχιμο ή της γραμμής.
|| της γραμμής•линейный броненосец θωρηκτό της γραμμής•
линейный крейсер καταδρομικό της γραμμής.
4. ουσ. αξιωματικός υπεύθυνος παράταξης ή παρέλασης.5. к συγκοινωνιακής γραμμής.εκφρ.линейный корабль – το μεγαλύτερο θωρηκτό μάχης•- ые меры – μέτρα μήκους. -
78 метрдотель
-я α.1. αρχισερβιτόρος εστιατορίου.2. υπεύθυνος υπηρετικού προσωπικούσε αρχοντόσπιτο• αρχιμάγειρας. -
79 назначенец
-нца α. ο υπεύθυνος (αρμόδιος) διορισμών. -
80 нарядчик
-а α.-ца, -ы θ.υπεύθυνος καθορισμού εργασίας, εργοδότης, -τρία.
См. также в других словарях:
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεύθυνος — ὑπεύθῡνος , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ответственный — • Ύπεύθυνος (ответственный). Действительные государственные чиновники (α̉ρχαί) в Афинах были ответственны перед высшим правительством, в противоположность подчиненные (υ̉πηρέται); эта ответственность перед ευ̉θύναι и λογισταί была… … Реальный словарь классических древностей
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek