Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρέμπτωσις

См. также в других словарях:

  • παρέμπτωσις — influx fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπτώσει — παρέμπτωσις influx fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρεμπτώσεϊ , παρέμπτωσις influx fem dat sg (epic) παρέμπτωσις influx fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπτώσεις — παρέμπτωσις influx fem nom/voc pl (attic epic) παρέμπτωσις influx fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέμπτωσιν — παρέμπτωσις influx fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέμπτωση — η / παρέμπτωσις, ώσεως, ΝΑ [παρεμπίπτω] νεοελλ. ιατρ. διαταραχή στον παλμό τών αρτηριών, ανώμαλος σφυγμός αρχ. 1. (για υγρό) εισροή, διείσδυση 2. σύμπτωση, συμβάν 3. γραμμ. α) παρεμβολή λέξεων, σκέψεων, γραμμάτων β) υπονοούμενο 4. ιατρ. (για… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπτώσεως — παρεμπτώσεω̆ς , παρέμπτωσις influx fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»