Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ὄλιος

См. также в других словарях:

  • ολίος — ὀλίος, η, ον (Α) (μτγν. τ.) βλ. λίγος …   Dictionary of Greek

  • όλιος — ὄλιος, ὁ (Α) (ως κύριο όν. Οὔλιος, προσωνυμία τού Απόλλωνος) βλ. ούλιος …   Dictionary of Greek

  • σαόπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φυλάγει, προστατεύει και σώζει τις πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + πτόλις / πόλις] …   Dictionary of Greek

  • φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ούλιος — (I) οὔλιος, ία, ον (Α) 1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία προσωνυμία τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Lisbonne — Lisboa Héraldique …   Wikipédia en Français

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»