Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμιόλιος

См. также в других словарях:

  • ἡμιόλιος — containing one and a half masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • ἡμιολίων — ἡμιόλιος containing one and a half fem gen pl ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίως — ἡμιόλιος containing one and a half adverbial ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλιον — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc sg ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαις — ἡμιόλιος containing one and a half fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίοις — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίου — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίους — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίῳ — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»