-
1 διαστάσεις
διάστασιςparting: fem nom /voc pl (attic epic)διάστασιςparting: fem nom /acc pl (attic)διαστάζωleak: aor subj act 2nd sg (epic)διαστάζωleak: fut ind act 2nd sgδιαστά̱σεις, διίστημιset apart: aor subj act 2nd sg (epic doric)διαστά̱σεις, διίστημιset apart: fut ind act 2nd sg (doric) -
2 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
-
3 διάσταση
[-ις (-εως)] η1) удаление; отдаление; 2) разлёд; расхождение (во мнениях); разногласие; разрыв;βρίσκομαι σε διάσταση — быть в плохих отношениях;
3) измерение;τρείς διάστάσεις — три измерения;
4) размер, величине; объём;οι διάστάσεις της οικοδομής — размеры здания;
σε μεγάλες διάστάσεις — в больших размерах
-
4 measurement
1) (size, amount etc found by measuring: What are the measurements of this room?) (πληθ.)διαστάσεις2) (the sizes of various parts of the body, usually the distance round the chest, waist and hips: What are your measurements, madam?) (πληθ.)μέτρα,διαστάσεις3) (the act of measuring: We can find the size of something by means of measurement.) μέτρηση -
5 ἡμι-όλιος
ἡμι-όλιος, auch 3 Endgn, Her. 5, 88, anderthalb (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; μισϑός, οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέϑει D. Sic. 15, 44; – ὁ ἡμιόλιος, Pol. 5, 101, 2, = ἡμιολία 2), v. l. τοὺς ἡμιόλους.
-
6 безразмерный
αδιάστατος, δίχως διαστάσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безразмерный
-
7 компактный
συμπαγής, με μικρές διαστάσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компактный
-
8 недомерок
η απόκλιση (προς το μικρότερο) στις διαστάσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недомерок
-
9 размер
1. (величина, выражаемая в метрах или единицах, кратных ему) η διά-στασ/ηгабаритный - μέγιστες - εις, εξωτερικές - ειςпредельный - οριακή/επιτρεπόμενη -2. (безразмерная или условная величина, признак классификации по величине) το μέγεθος 3. литер. (стиха) το μέτρο, το πόδι 4. муз. о χρόνος 5. (степень развития, масштаб явления) η έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размер
-
10 размерения
(судна) мн. οι διαστάσεις - главные - κύριες -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размерения
-
11 стенд
1. тех. η εξέδρα· - для испытаний двигателей το δοκιμαστήριο/η κλίνη των κινητήρων 2. (щит, на котором выставляются для обозрения какие-л. экспонаты) о πίνακ/ας, το πλαίσιοрекламный - διαφημιστικόςстенка το τοιχίο, το τοίχωμα- балки η ψυχή, ο κορμός σιδηροδοκούпричальная - το κρηπίδωμα, η προκυμαίαη αποβάθρα, ο προβλήτας/η προβλήταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенд
-
12 тара
η συσκευασί/ατο εμπορευματοκιβώτιο, το απόβαροвлагонепроницаемая - υδατοστεγανή -, υδατοστεγής -возвратная - επιστρεφόμενη -, επαναχρησιμοποιούμενη --охранная (для транспортировки радиоактивных веществ) - μεταφοράς ραδιενεργών (υλικών)пыленепроницаемая - κονεοστεγανή/κονεοστεγής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тара
-
13 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
14 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
15 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας. -
16 внушительный
внуш||ительныйприл ἐπιβλητικός, ἐντυπωσιακός:\внушительныйи́тельный той (вид) ὁ ἐπιβλητικός τόνος (ὔφος)· \внушительныйи́-тельные размеры οἱ ἐπιβλητικές διαστάσεις. -
17 размер
размерм1. (величина) τό μέγεθος, ἡ ἔκταση [-ις]:стол \размером в метр τραπέζι μεγέθους ἐνός μέτρου· \размер комнаты οἱ διαστάσεις τοῦ δωματίου· \размер заработной платы τό ποσόν τοῦ μισθοῦ·2. (мерка, номер) ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:\размер ботинок τό νούμερο (или ὁ ἀριθμός) τῶν παπουτσιών3. (степень) Ί\ ἔκταση:\размер бедствия ἡ ἔκταση καταστροφής· в небольших \размерах σέ μικρή ἔκταση· в широких \размер"ах σέ μεγάλη ἔκταση·4. (стиха) τό μέτρο[ν]·5. муз. ὁ χρόνος. -
18 επιβλητικός
η, ό[ν]1) внушительный, величественный; импозантный; внушающий почтение, уважение;επιβλητικός τόνος (υφός) — внушительный тон (вид);
επιβλητικές διαστάσεις — внушительные размеры;
επιβλητικός τρόπος — импозантные манеры
-
19 in / out of perspective
1) ((of an object in a painting, photograph etc) having, or not having, the correct size, shape, distance etc in relation to the rest of the picture: These houses don't seem to be in perspective in your drawing.) με καλή/κακή προοπτική2) (with, or without, a correct or sensible understanding of something's true importance: Try to get these problems in(to) perspective; Keep things in perspective.) στις σωστές του διαστάσεις/χωρίς αίσθηση των αναλογιών -
20 амбразура
-ы θ.1. πολεμίστρα, οχυρομάτι, βελοθυρίδα. || ναυτ. τηλεβολοθυρίδα.2. άνοιγμα (διαστάσεις) πόρτας, παραθύρου.
См. также в других словарях:
διαστάσεις — διάστασις parting fem nom/voc pl (attic epic) διάστασις parting fem nom/acc pl (attic) διαστάζω leak aor subj act 2nd sg (epic) διαστάζω leak fut ind act 2nd sg διαστά̱σεις , διίστημι set apart aor subj act 2nd sg (epic doric) διαστά̱σεις ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek