-
1 Μαλέα
-
2 ὄρος
ὄρος, οὖρος (ὄρος, ὄρει, ὄρος; ὀρέων, ὄρεσιν: οὔρεϊ, οὔρεσι.)1 mountain ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς (Π, Snell, cf. Σ: ὅροις codd.) O. 6.77 Ζεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος (Etna) P. 1.30πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν P. 3.90
ἐν οὔρεσι P. 6.21
“ ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” P. 9.34 δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν at Nemea N. 6.44τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ I. 6.32
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3. ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός (Wil.: μαλέγορος codd.) fr. 156.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский