Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄρεα

См. также в других словарях:

  • ὀρέα — ὀρέᾱ , ὀρεύς mule masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρεα — ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέας — ὀρέᾱς , ὀρεύς mule masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»