-
1 σκιόεις
A shady, shadowy, οὔρεα, ὄρεα ς., shady, i.e. thickly wooded, mountains, Il.1.157, Od.7.268, Pi.P.9.34; μέγαρα ς. dark chambers, Od.1.365, 4.768; ὄρθρον ὑπὸ σκιόεντα the morning twilight, Tryph.236.2 [voice] Act., νέφεα ς. overshadowing clouds, Il.5.525, Od.8.374, etc.II unsubstantial, of a reflection in a mirror, and of the shadow on a sun-dial,τύπος AP6.20
(Jul.), 9.807; κέρδος ὀνείρου ib.11.366 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιόεις
См. также в других словарях:
σκιόεις — και σκιάεις, εσσα, εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α 1. σκιερός 2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 4.… … Dictionary of Greek