-
1 θηριόμορφα
θηριόμορφοςin the form of a beast: neut nom /voc /acc pl -
2 θηριώδης
θηρῐ-ώδης, ες,A full of wild beasts, infested by them, of countries,ἡ θ. Αιβύη Hdt.4.181
;ὄρεα -έστατα Id.1.110
; ἐν τῇ θ. [χώρῃ] Id.4.174, cf. 2.32; - εστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης full of ravenous fishes, Id.6.44.II of beasts, savage, Arist.PA 663a13;ἐπὶ τὸ -έστερον Id.HA 502b4
; τὸ θ., of a colt, E.Tr. 671.2 of men and manners, brutal,δίαιτα Hp.VM3
; [ βίοτος] E.Supp. 202, cf. SIG 704E11 (Delph., ii B.C.); ;βρίμωσις Phld.Ir.p.58W.
;κατάστασις OGI424.3
(Palestine, i A.D.);ὁ θ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος Arist.EN 1145a30
; οἱ Αάκωνες.. θηριώδεις ἀπεργάζονται [τοὺς παῖδας] Id.Pol. 1338b12;ἡ θ. ἕξις Id.EN 1145a24
: [comp] Comp.-έστερος, ἄνθρωπος Plb.30.12.3
; τὸ θ. brutality, Pl.Cra. 394e, al. Adv.-ωδῶς, διακεῖσθαι πρὸς ὰλλήλους Isoc.11.25
, cf. Plb.15.20.3.3 ζῴδια θ.,= θηριόμορφα, Ptol.Tetr. 200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριώδης
См. также в других словарях:
θηριόμορφα — θηριόμορφος in the form of a beast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριόμορφα ή θηρόμορφα — (theromorpha). Τάξη ερπετών στην παλαιοζωολογία, που διακρίνεται σε τρεις υποτάξεις: τα οφιακοδόντια, τα σφηνακοδόντια και τα εδαφοσαύρια. Είναι γνωστά και ως πελυκοσαύρια. Είχαν πέντε δάχτυλα στα άκρα ή έφεραν νύχια. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν … Dictionary of Greek
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek