Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θηριόμορφα

См. также в других словарях:

  • θηριόμορφα — θηριόμορφος in the form of a beast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριόμορφα ή θηρόμορφα — (theromorpha). Τάξη ερπετών στην παλαιοζωολογία, που διακρίνεται σε τρεις υποτάξεις: τα οφιακοδόντια, τα σφηνακοδόντια και τα εδαφοσαύρια. Είναι γνωστά και ως πελυκοσαύρια. Είχαν πέντε δάχτυλα στα άκρα ή έφεραν νύχια. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν …   Dictionary of Greek

  • θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»