Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αλέος

См. также в других словарях:

  • Ἀλεός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλεος — masc nom sg Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • αλεός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αφείδαντα και εγγονός του Αρκάδα, ιδρυτής της Αλέας, τοπικός ήρωας της Τεγέας και βασιλιάς της Αρκαδίας. Πατέρας του Λυκούργου, του Αμφιδάμαντα και του Κηφέα, καθώς και της Αύγης, ιέρειας της Αθηνάς, που έγινε μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • ἁλέος — ἁ̱λέος , ἁλής thronged masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλεος — ἅλας salt neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεόν — ἀλεός masc/fem acc sg ἀλεός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέω — Ἄλεος masc nom/voc/acc dual Ἄλεος masc gen sg (doric aeolic) Ἄλευς masc acc sg (epic ionic) Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεοῖο — Ἀλεός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»