Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄζον

См. также в других словарях:

  • όζον — Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750 1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα… …   Dictionary of Greek

  • όζον — το μορφή του οξυγόνου, που αποτελείται από ένα άτομο και ένα μόριο αυτού του στοιχείου και βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄζον — ὄζος bough masc acc sg ὄζω smell pres part act masc voc sg ὄζω smell pres part act neut nom/voc/acc sg ὄζω smell imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὄζω smell imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • οζονιστήρας — ο χημ. συσκευή που χρησιμεύει για την παρασκευή οζονισμένου οξυγόνου ή εμπλουτισμένου με όζον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozoniseur / ozonateur < οζονίζω (< όζον*) + κατάλ. τήρας] …   Dictionary of Greek

  • οζοντισμός — και οζονισμός, ο χημ. χημική διεργασία που συνίσταται στην κατεργασία ενός σώματος με όζον για τη χημική μετατροπή του ή την αποστείρωση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonisation (< όζον* + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • οζοντομετρία — και οζονομετρία, η χημ. μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού τής περιεκτικότητας τού αέρα ή τού οξυγόνου σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonometrie (< όζον* + μετρία < μέτρο)] …   Dictionary of Greek

  • озон — книжное заимствование из франц. оzоnе, нем. Оzоn, введено Хр. Ф. Шёнбейном в 1840 г. От греч. ὄζον : ὄζω благоухаю ; см. Гамильшег, ЕW 658; Клюге Гётце 429 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Nicostrate (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Nicostrate. Dans la mythologie grecque, Nicostrate (en grec ancien Νικόστρατος / Nikóstratos) est un des Atrides. Il n est cité que par quelques sources qui sont confuses à son égard : dans le Catalogue des… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»