-
1 όρμοι
-
2 ὅρμοι
-
3 ὅρμος
A cord, chain, esp. necklace, collar, Il.18.401, h.Ven. 163; of gold and electron, Od.15.460, 18.295, cf. h.Ven.88, Hes.Op.74;χρυσεόδμητοι ὅρμοι A.Ch. 617
(lyr.); (lyr.), cf. IG12.386.24, Ar.V. 677 ;ὅ. Ἐριφύλης IG11(2).161
B 42 (Delos, iii B. C.), cf. Pl.R. 590a.2 generally, anything strung like a necklace, wreath, chaplet, Pi.O.2.74; στεφάνων ὅρμος a string of crowns, i. e. of praises, Id.N.4.17.3 a kind of dance, performed in a ring by youths and maidens alternately, Luc.Salt.11.4 ὁρμοί (on the accent v. infr.): ἱμάντες ὑποδημάτων, Hsch.II roadstead, anchorage, esp. the inner part of a harbour or basin, where ships lie, Il.1.435, A.Supp. 765, 772, Ag. 665, IG12.889,890, etc.; ὅρμον ποιέεσθαι or θέσθαι, = ὁρμίζεσθαι, Hdt.7.193, Theoc.13.30; τοῖσιοὕτω εἶχεὅρμου those whom the anchorage permitted to do so, Hdt.7.188.2 metaph., haven, place of shelter or refuge, E.Hec. 450 (lyr.);ὅ. ἐλευθερίας AP7.388
([place name] Bianor) ;τὸ γῆρας.. ὅ. τῶν κακῶν Bion
ap.D.L.4.48; βίου πλεύσαντα πρὸς ὅρμον having come to the end of life, IG2.2081; ὅρμον ὁδοιπορίης to the journey's end, AP11.317 (Pall.).b pl., of the favourite haunts of game, X.Cyn.10.7.III means of mooring, attachment, AP 9.296 (Apollonid.). (Some Gramm. distd. signf. I from II, making I oxyt. ὁρμός, v. Eust.1788.46,1967.29.) -
4 στενό-πορος
στενό-πορος, ion. στεινόπορος, mit engem Wege, Passe; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις, Aesch. Prom. 731; ὅρμοι Αὐλίδος, Eur. I. A. 1496, πέτραι, I. T. 890, ἐν στεινοπόρῳ χώρῳ μαχόμενοι, Her. 7, 211; ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα, 7, 223; Thuc. 7, 73; sing. dei Xen. Hell. 4, 6, 12; ἀκτή, Lycophr. bei Arist. rhet. 3, 3.
-
5 τανθαρυστής
τανθαρυστής, ὁ, der Zittern macht, der Erschütterer; Poll. 5, 98 aus Theopomp. com., bei Bekk. τανϑαρυστοὶ ὅρμοι mit Meineke.
-
6 χρῡσεό-κμητος
χρῡσεό-κμητος, aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v. l. χρυσεόδμητοι.
-
7 ῥᾴδιος
ῥᾴδιος, bei den Att. auch 2 Endgn, wie Eur. Med. 1375, ep. u. ion. ῥηΐδιος, bei Theogn. auch ῥῄδιος, leicht, ohne Mühe, Schwierigkeit, dah. leicht zu machen, zu thun, leicht von Statten gehend; τάφρος οὔτε περῆσαι ῥηϊδίη, Il. 12, 54; für Einen, τινί, οὐ ῥηΐδι' ἐστὶ ϑεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε ϑνητοῖσι δαμήμεναι, 20, 265; Od. 16, 211; ῥηΐ. διόν τοι ἔπος, ein dir leichtes, leichtverständliches Wort, 11, 146; οἶμος ῥηϊδίη, ein leichter, bequemer Pfad, Hes. O. 294, wie Plat. καὶ εὔπορος ὁδός, Rep. I, 328 c; ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις, Pind. P. 4, 272; τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον, Soph. Ai. 1329; οὐ ῥᾴδιον λόγχῃ μιᾷ στῆσαι τρόπαια τῶν κακῶν, Eur. Or. 711; u. so auch in Prosa häufig mit folgdm int., vgl. Plat. Phaedr. 250 a Theaet. 199 e u. sonst; ῥᾴδια ἰδεῖν, Xen. Cyr. 8, 4, 16, ῥᾴδιόν τινι μαϑεῖν, leicht zu lernen, Lac. 11, 7; Mem. 3, 11, 16; mit acc. c. inf., Hell. 6, 2, 10; ῥᾴδιοι ὅρμοι, Eur. I. T. 788, ῥᾴδια ἤϑεα, Hipp. 1117, in tadelndem Sinne, leichtsinnig, leichtfertig; aber auch von Personen, bereitwillig, gefällig, nachgiebig, wie tacilis, vgl. ῥᾴονι καὶ πολὺ ταπεινοτέρῳ χρῆσϑαι Φιλίππῳ, Dem. 1, 9; ῥᾴδιος τὸν τρόπον, Luc. merc. cond. 40. – Nach Poll. 7, 94 sind ῥᾴδια ποικίλον καὶ πολυέλικτον ὑπόδημα bei Plat. u. Phereer. – Der regelmäßige compar. ῥᾳδιώτερος wird von Poll. 5, 107 aus Hyperid. angeführt (s. nachher); ῥᾳδιώτατος scheint gar nicht vorzukommen; gew., wie von ῬΑΙΣ, ῬΗΙΣ (s. ῥᾴ), ῥᾴων, ion, ῥηΐων, ῥήϊον, u. bei Hom. ῥηΐτερος, Il. 18, 258. 24, 243; dor. ῥᾴτερον, Pind. Ol. 8, 60; superl. ῥᾷστος, ion.-ep. ῥήϊστος, Od. 4, 565; auch ῥηΐτατος, 19, 577. 21, 75; ῥᾴων ὁδός, Plat. Phaedr. 272 b; ῥᾴστη τεχνῶν, Polit. 292 e; – ῥᾳδιέστερος haben Sp., wie Pol. 11, 1, 1. 16, 20, 4; auch Hyperid. bei Ath. X, 424 d; Arist. probl. 2, 42; – ῥᾳότερος wird von Phryn. als schlechte Form angeführt, s. Lob. p. 402; – ὥςπερ ῥᾴων ἔσομαι, es wird mir leichter zu Muthe sein, Dem. 45, 57; ῥᾴων ἐγίγνετο, er wurde besser, von Erholung nach schwerer Krankheit, Sp.; dah. Suid. εὐϑυμότερος, ἀπήμων erkl. – Adv. ῥᾳδίως, ion. u. ep. ῥηϊδίως, Il. 4, 390. 9, 184 u. oft in der Od.; τὴν πεπρωμένην δὲ χρἡ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, Aesch. Prom. 104, wie ῥᾷστα τὸν βίον φέρειν Soph. O. R. 983; ῥᾷον νόσον οἴσεις, Eur. Hipp. 205; τὸν βίον χρὴ ὡς ῥᾷστα διεκπερᾶν, Suppl. 954; ῥᾳδίως λόγους ποιεῖς, Plat. Phaedr. 275 b; oft mit φέρειν, wie Eur. Bacch. 640; Xen. Mem. 2, 2, 9 u. A.; auch = leichtsinnig, unüberlegt, temere, Plat. Legg. XII 917 b, vgl. Apol. 24 c Charm. 172 d; ῥᾳδίως διαλέγεσϑαι, im Ggstz von ὀκνεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 7; ῥᾷστα καὶ ἥδιστα βιοτεύειν, 2, 1, 9; – ῥᾷον wird in vielen Vrbdgn als Positiv angesehen, wie Dem. 16, 24, καὶ πολύ γε ῥᾷον; vgl. Lob. Phryn. 403; während umgekehrt auch ῥᾴδιον als compar. gilt, s. Lob. a. a. O.
-
8 καλυξ
1) бот. чашечка(ὅ καρπὸς ἐν κάλυκι γίνεται Her.)
2) оболочка, скорлупа(κέγχρος ἐν κάλυκι Her.)
ἥ γῆ ἔχουσα ἐν κάλυκι σταχύν Plut. — земля, покрытая молодыми колосьями3) росток, зародышκάλυκες ἔγκαρποι Soph. — плодоносные ростки
4) цветочная почка, бутон(ῥόδων Plat.)
5) перен. цвет(νεαρᾶς ἥβης Arph.)
6) pl. чашечкообразные украшения, подвески(κάλυκές τε καὴ ὅρμοι Hom.)
-
9 στενοπορος
ион. στεινόπορος 2образующий узкий проход, узкий, тесный(χῶρος Her.; πύλαι Aesch.; ὅρμοι Αὐλίδος Eur.)
-
10 υποξυλος
2снизу или внутри деревянный(ὅρμοι Xen.)
οἱ θεοὴ τὰ ἔνδον ὑπόξυλοι Luc. — изображения богов внутри деревянные -
11 χρυσεοδμητος
-
12 στενόπορος
A with a narrow pass or outlet, ; ;ὅρμοι Αὐλίδος Id.IA 1497
(lyr.);διὰ κυανέας σ. πέτρας Id.IT 890
(lyr.);ἀκτή Lyc.
ap. Arist.Rh. 1405b36;ὦτα S.E.P.1.126
, cf. Gal.6.759.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενόπορος
-
13 ἀριπρεπής
A very distin guished,ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές Od.8.176
;δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι.. ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Il.6.477
;ἵππον ἀ. προὔχοντα 23.453
;ἀ. βασιλῆες Od.8.390
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριπρεπής
-
14 ῥομφεῖς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥομφεῖς
-
15 κλανίον
Grammatical information: n.Meaning: `bracelet' (pap. Empire); κλανία ψέλια βραχιόνων, also κλαρ\<ί\> α ψέλια H. (with dissimilation).Derivatives: Cf. χλανίαι περιβολαί (Fur. 131 objects that this word belongs rather to χλανίς) and χλανίτιδες οἱ ὅρμοι παρθένων H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Connection with κλάω seems improbable; cf. κλαστός `frizzly head', ἐγκλαστρίδια `ear-ring' (do these belong here?). (The forms with χ- have been explained (away) as from association with χλανίς `upper garment', but see Fur. 131.) Rather it shows the Pre-Greek variation between surd and aspirate. Fur. 388 further compares πλανίς τὸ τῆς νύμφης χρυσοῦν διάδημα H.Page in Frisk: 1,866Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλανίον
См. также в других словарях:
ὅρμοι — ὅρμος cord masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
Σαρωνικός — Βαθύς κόλπος μεταξύ της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολική χερσόνησος) που κλείνεται από το ακρωτήριο Σούνιο και Δ από το ακρωτήριο Σπαθί ή Σκύλαιον της Αργολικής χερσονήσου. Ο Σαρωνικός είναι αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
Ταίναρο — Ακρωτήριο του νομού Λακωνίας, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Ταϋγέτου και της Πελοποννήσου. Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Ματαπάς, όνομα που διατηρεί έως σήμερα. Το T. είναι μια γλώσσα εδάφους μήκους 2½ μιλίων. Στο ανατολικό… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
υποδυτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ ὑποδυτήρια (σχετικά με πλοία) όρμοι, αραξοβόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδύω, ομαι + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek