Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥήϊστος

См. также в других словарях:

  • ῥήιστος — ῥήϊστος , ῥᾴδιος easy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήϊστος — και δωρ. τ. ράϊστος, ΐστη, ον, και επικ. και ιων. τ. ρηΐτατος, άτη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) βλ. ῥᾱστος …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… …   Dictionary of Greek

  • ρηΐτατος — άτη, ον, Α βλ. ῥήϊστος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»