-
1 στεινόπορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεινόπορος
-
2 στενό-πορος
στενό-πορος, ion. στεινόπορος, mit engem Wege, Passe; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις, Aesch. Prom. 731; ὅρμοι Αὐλίδος, Eur. I. A. 1496, πέτραι, I. T. 890, ἐν στεινοπόρῳ χώρῳ μαχόμενοι, Her. 7, 211; ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα, 7, 223; Thuc. 7, 73; sing. dei Xen. Hell. 4, 6, 12; ἀκτή, Lycophr. bei Arist. rhet. 3, 3.
-
3 στενοπορος
ион. στεινόπορος 2образующий узкий проход, узкий, тесный(χῶρος Her.; πύλαι Aesch.; ὅρμοι Αὐλίδος Eur.)
См. также в других словарях:
στεινοπόρος — ον, Α βλ. στενοπόρος … Dictionary of Greek
στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… … Dictionary of Greek