Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στενόπορος

См. также в других словарях:

  • στενόπορος — with a narrow pass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… …   Dictionary of Greek

  • στενόπορον — στενόπορος with a narrow pass masc/fem acc sg στενόπορος with a narrow pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεινοπόρῳ — στενόπορος with a narrow pass masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεινόπορα — στενόπορος with a narrow pass neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοπόροις — στενόπορος with a narrow pass masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοπόρου — στενόπορος with a narrow pass masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοπόρους — στενόπορος with a narrow pass masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοπόρων — στενόπορος with a narrow pass masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοπόρῳ — στενόπορος with a narrow pass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόπορα — στενόπορος with a narrow pass neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»