Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁλόπυρος

См. также в других словарях:

  • ὁλόπυρος — of unground wheat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόπυρος — (I) ὁλόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκό πυρος)]. (II) ὁλόπυρος, ον (Μ) αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή… …   Dictionary of Greek

  • ὁλόπυρον — ὁλόπυρος of unground wheat masc/fem acc sg ὁλόπυρος of unground wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»