-
1 ολόκληρος
-
2 ὁλόκληρος
-
3 ολοκληρος
-
4 ὁλόκληρος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὁλόκληρος
-
5 ὁλόκληρος
ὁλόκληρος, ον (ὅλος, κλῆρος; Pla.; Polyb. 18, 45, 9; Ps.-Lucian, Macrob. 2; Epict. 3, 26, 7; 25; 4, 1, 66; 151; OGI 519, 14; SIG 1009, 10; 1012, 9 al., s. New Docs 4, 161f; PLond III, 935, 7 p. 30 [216/17 A.D.]; POxy 57, 13; LXX; Philo, Abr. 47, Spec. Leg. 1, 283; Jos., Ant. 3, 228; 278; 14, 366; Just., D. 69, 7) pert. to being complete and meeting all expectations, with integrity, whole, complete, undamaged, intact, blameless πίστις undiminished faith Hm 5, 2, 3; GJs 16:2. In an ethical sense: ὁλ. ὑμῶν τὸ πνεῦμα … τηρηθείη may your spirit … be preserved complete or sound 1 Th 5:23 (PGM 7, 590 διαφύλασσέ μου τὸ σῶμα, τὴν ψυχὴν ὁλόκληρον.—PvanStempvoort, NTS 7, ’60/61, 262–65: connects πνεῦμα and ἁγιάσαι in 1 Th 5:23). W. τέλειος Js 1:4.—B. 919. DELG s.v. ὅλο. M-M. TW. Spicq. Sv. -
6 ὁλόκληρος
{прил., 2}целый, неповрежденный, невредимый.Ссылки: 1Фес. 5:23; Иак. 1:4.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὁλόκληρος
-
7 ολόκληρος
{прил., 2}целый, неповрежденный, невредимый.Ссылки: 1Фес. 5:23; Иак. 1:4.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ολόκληρος
-
8 ολόκληρος
η, ο [ος, ον ]1) весь, целый; 2) полный, тотальный; 3) очень большой, значительный;η πινακοθήκη του στοιχίζει ολόκληρη περιουσία — его картинная галерея стоит целое состояние
-
9 ὁλόκληρος
целый, неповрежденный, невредимый; син. ἄρτιος, τέλειος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁλόκληρος
-
10 ολόκληρος
[олоклирос] εκ. целый, полный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ολόκληρος
-
11 ὁλόκληρος
-
12 ολόκληρος
[олоклирос] επ целый, полный. -
13 ὁλόκληρος
ὁλόκληρ-ος, ον,A complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA 585b36 ; uncastrated,κίχλαι Pl.Com.174.9
;τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10
, cf. Men.233, Luc.Asin.33 ;ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti. 44c
;σῶμα Diog.Oen.39
;ὁ. μὲν.. ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν.., ὁ. δὲ.. καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι
perfect, complete,Pl.
Phdr. 250c ;ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg. 759c
;ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8
; also of evils,ὁ. πήρωσις Democr.296
;[ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN 1121b19
, cf. 1126a12 ; simply, whole, complete,ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386
;ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12
(iv A. D.) ;ὁ. οἰκία PLond.3.930.13
, etc. ; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv.- ρως Erot.
s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόκληρος
-
14 ὁλόκληρος
ὁλό-κληρος, in allen seinen Teilen unversehrt, integer -
15 ολόκληρος
bütün, tamam, tam -
16 ολόκληρος
entier -
17 ολόκληρος
1) całkowity przym.2) zupełny przym. -
18 ολόκληρος
1) celek2) celý3) úplný -
19 ολόκληρος
1) all-round2) complete3) entire4) wholeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ολόκληρος
-
20 entier
ολόκληρος
См. также в других словарях:
ὁλόκληρος — complete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… … Dictionary of Greek
ολόκληρος — η, ο ακέραιος, άρτιος, ολάκερος: Ολόκληρο το σπίτι καταστράφηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ὁλοκληρότερον — ὁλόκληρος complete adverbial comp ὁλόκληρος complete masc acc comp sg ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληρότατα — ὁλόκληρος complete adverbial superl ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκλήρως — ὁλόκληρος complete adverbial ὁλόκληρος complete masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόκληρον — ὁλόκληρος complete masc/fem acc sg ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληροτέρῳ — ὁλόκληρος complete masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληρότερα — ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκλήροιν — ὁλόκληρος complete masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)