Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀφρῦν

См. также в других словарях:

  • ὀφρῦν — ὀφρύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύν — ὀφρύ̱ν , ὀφρύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бръвь — БРЪВ|Ь (17), Е с. 1.Бровь: оубогыи повелѣнаго оу тебе просить. бръви же стискъ не даси СбТр XII/XIII, 15; а ты ни бръвию възведеши. Там же, 16 об.; постригоша главоу ѥи. и съ бровьма. ПрЛ XIII, 63а; бровью не възводѩще. гордостьнѣ. (αἱ ὀφρύες)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • гърдость — ГЪРДОСТ|Ь (130), И с. 1. Непокорность, дерзость: си же сѹть дѣла сотонина… прелюбодѣ˫ани˫а. гърдость лъжа. СбТр ХII/ХІІІ, 25 об.; Праведно ѹбо… послѹшати намъ паче б҃а. а не иже в гордости и нестроѥнии. неч(с)тыхъ ревнивыхъ началъ послѣдовати.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδαίτης — ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α) (για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο δαίτης, λαγο… …   Dictionary of Greek

  • τοξοποιώ — έω, Α [τοξοποιός] 1. δίνω σε κάτι σχήμα τόξου 2. φρ. «τοξοποιεῑν τὴν ὀφρῡν εἴς τινα» κοιτάζω κάποιον συνοφρυωμένος, οργισμένος (Λόγγ.) …   Dictionary of Greek

  • Καρατάσος — Επώνυμο οικογένειας κλεφταρματολών από την κεντρική Μακεδονία, που διακρίθηκαν στην Επανάσταση του 1821. 1. Αθανάσιος (19ος αι.). Γιος του Τάσου (βλ. 2.). Αιχμαλωτίστηκε στην πολιορκία της Νάουσας και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βασανίστηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»